Tην αισιοδοξία του για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εκφράζει ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Τουρκολιάς, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, λίγες μόνον μέρες μετά την απόκτηση της Eurobank.
«Είμαι αισιόδοξος ότι είναι ορατός ο χρόνος για να τεθούμε σε τροχιά ανάκαμψης. Το πότε θα ξεκινήσει δεν εξαρτάται μόνο από μας, αλλά και από το γενικότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Πάντως, βλέπω τις προοπτικές για ανάκαμψη να μετουσιώνονται σε πράξη προς το τέλος του έτους», επισημαίνει ο κ.Τουρκολιάς.
«Υπάρχουν ορατά, θετικά, μετρήσιμα στοιχεία βελτίωσης στην οικονομία. Σε κάποια η διαφορά είναι οριακή. Σε άλλα μεγαλύτερη. Βεβαίως, το αποτέλεσμα δεν είναι ακόμα αισθητό από τον κοινωνικό ιστό. Χρειάζεται χρόνος και φυσικά κοπιώδης, συνεπής και αταλάντευτη προσπάθεια. Η πτώση ήταν κάθετη, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η ανάκαμψη, όπως και η ανάβαση, απαιτεί και χρόνο και μεγάλη προσπάθεια», προσθέτει.
Αναφερόμενος στην απόκτηση της Eurobank από την Εθνική αναφέρει ότι «με αυτή τη συνένωση, η Ελλάδα θα κατακτήσει την επίζηλη 15η θέση στον τραπεζικό χάρτη της Ευρωζώνης, με βάση το ενεργητικό του νέου τραπεζικού ομίλου. Ποτέ δεν φτάνεις σ’ αυτό το μέγεθος μέσω της οργανικής ανάπτυξης. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, της ανάπτυξης μέσω εξαγορών είναι να γνωρίζεις να τρέχεις καλά τη δουλειά σου».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Τουρκολιάς αναφέρει ότι «τρεις μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι είναι ο σωστός αριθμός. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι οι όμιλοι αυτοί θα διαδραματίζουν ρόλο για πολλές δεκαετίες. Υπάρχουν όμως περιθώρια και ανάγκη για μετασχηματισμό τους. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η Εθνική θα εξακολουθεί να είναι παρούσα και μάλιστα με ενεργό ρόλο».
Σε ερώτηση εάν εκτιμά ότι η επιτοκιακή πολιτική θα αλλάξει σύντομα αναφέρει: «Πρέπει να αλλάξει. Δεν μπορεί να στηριχθεί ανάπτυξη με τα επιτόκια χορηγήσεων στο σημερινό επίπεδο. Και δεν μπορεί να μειωθούν τα επιτόκια χορηγήσεων με διατήρηση των σημερινών επιτοκίων καταθέσεων με πρόσημο ακόμα και 5%. Οι τράπεζες αγοράζουν χρήμα (καταθέσεις) και πωλούν χρήμα (δάνεια). Φυσικά, το δίπολο αυτό δεν είναι ο μόνος προσδιοριστικός παράγοντας. Υπάρχει και το λειτουργικό κόστος».
Αναφερόμενος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ο Αλέξανδρος Τουρκολιάς επισημαίνει ότι ως ποσοστό για το σύνολο των τραπεζών, στο τέλος του 2012 ήταν περίπου 23%, ποσοστό που αυξάνεται με επιβραδυνόμενο, όμως, ρυθμό και η εικόνα θα ήταν χειρότερη εάν οι τράπεζες δεν παρέμεναν σταθερά στο πλευρό των πελατών με οικονομικές δυσκολίες. Και γι’ αυτό, με δική τους πρωτοβουλία, προχώρησαν σε ρυθμίσεις περίπου 800.000 δανείων για ένα συνολικό ποσό περίπου 20 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ερωτηθείς για το πώς θα αντιμετωπιστεί το θέμα των «κόκκινων» δανείων ώστε να μην τραυματιστούν ούτε η κοινωνία ούτε το τραπεζικό σύστημα αναφέρει μεταξύ άλλων: «Με την ίδια υπευθυνότητα, όπως ως τράπεζα μεμονωμένα ενεργούμε, θα στηρίξουμε κάθε περαιτέρω προσπάθεια για ρύθμιση των δανείων σε καθυστέρηση. Απόφασή μας, και όχι πρόθεσή μας, είναι να εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Να κινητοποιήσουμε το επιχειρείν να λάβει τώρα τις αποφάσεις εκείνες που θα επιτρέψουν ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας».