Η οποιαδήποτε πρόταση αναμόρφωσης και αναδιάρθρωσης του φορολογικού συστήματος της χώρας, από όπου κι αν προέρχεται, θα πρέπει να περιλαμβάνει πολιτικές οι οποίες να αντιμετωπίζουν και να διορθώνουν τα σημαντικά μειονεκτήματα του ισχύοντος φορολογικού συστήματος, που οδηγούν στην ταχεία πτώση των εσόδων του κράτους. Θα πρέπει να είναι σχεδιασμένα έτσι, ώστε να διευκολύνουν την αντιστροφή της πτωτικής πορείας αυτών των εσόδων από φόρους και εισφορές.
Γενικά, μέτρα που μειώνουν τα φορολογικά έσοδα θα ήταν καταστροφικά στην τρέχουσα, εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα, περίοδο. Το ίδιο καταστροφική είναι και η κάλυψη που παρέχεται από πολλές πλευρές σε αυτούς που δεν πληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ακόμη και από τον ΦΠΑ που τον έχουν ήδη εισπράξει.
Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συμβάλουν ουσιαστικά στην πάταξη της φοροδιαφυγής από όπου και αν προέρχεται, όχι μόνο για την αύξηση των κρατικών εσόδων, αλλά κυρίως για την αποκατάσταση της απολύτως αναγκαίας φορολογικής δικαιοσύνης.
Ένα μέρος των πολιτών υφίσταται σήμερα μια πολύ μεγάλη φορολογική επιβάρυνση (ιδιαίτερα το 2012), ενώ ένα άλλο μέρος του πληθυσμού της χώρας απολαμβάνει τις υπηρεσίες που του προσφέρει το κράτος, χωρίς να συνεισφέρει στην παραγωγή αυτών των υπηρεσιών.
Επιπλέον, τα νέα φορολογικά σχήματα δεν θα πρέπει να θέτουν εμπόδια στην ανάπτυξη της οικονομίας, που είναι ο μόνος μηχανισμός που υπάρχει σήμερα για αύξηση της απασχόλησης και για την ταχεία μείωση της πολύ υψηλής ανεργίας, αλλά και για την αύξηση των κρατικών εσόδων χωρίς υπερβολική φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων.
Τα νέα μέτρα θα πρέπει να διευρύνουν τη φορολογική βάση στη χώρα και όχι να την περιορίζουν. Οσον αφορά στις προτάσεις για κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ (το αποκαλούμενο «χαράτσι»), σημειώνεται ότι ο ΕΕΤΗΔΕ ήταν ο μόνος φόρος στον οποίο δεν υπήρξε φοροδιαφυγή το 2012.
Ως αποτέλεσμα, εισπράχθηκαν σημαντικά έσοδα από τον φόρο αυτό, ύψους 2,86 δισ. ευρώ το 2012, έναντι 0,49 δισ. ευρώ το 2010. Τα έσοδα αυτά το 2012 επιτεύχθηκαν παρά το ότι τα νοικοκυριά που είχαν πραγματική αδυναμία να πληρώσουν τον φόρο δεν τον πλήρωσαν.
Αντίθετα, ο ΕΕΤΗΔΕ πληρώθηκε αυτούσιος ακόμη και από νοικοκυριά με μεγάλη ασυνέπεια στην εκπλήρωση των άλλων φορολογικών τους υποχρεώσεων.
Η κυβέρνηση προωθεί την κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ με στόχο την αντικατάστασή του με έναν ενιαίο φόρο ακινήτων (όχι μόνο των ηλεκτροδοτούμενων), η οποία θα συνίσταται στην επιβολή του σε μεγάλη φορολογική βάση (με αφορολόγητη αντικειμενική αξία κάτω των 100.000 ευρώ και με σχετικά χαμηλούς συντελεστές, επί της κατάλληλα επικαιροποιημένης αντικειμενικής αξίας του ακινήτου).
Στην περίπτωση που ο νέος ενιαίος φόρος ακινήτων προσιδιάζει στον ΕΕΤΗΔΕ, όσον αφορά στους συντελεστές, και εφαρμοσθεί σε φορολογική βάση ισοδύναμη με αυτήν του ΕΕΤΗΔΕ, μπορούν να εξασφαλισθούν και τα αναγκαία έσοδα ύψους 3,0 δισ. ευρώ – χωρίς να ασκούνται περαιτέρω καταστροφικές συνέπειες στη λειτουργία της αγοράς ακινήτων. Διαφορετικά δεν υπάρχουν εγγυήσεις για την απαιτούμενη αύξηση των εσόδων.
Από την αξιωματική αντιπολίτευση προτείνεται η κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ και η αντικατάστασή του με κάποιο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας με αφορολόγητο όριο τα ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως 300.000 ευρώ ανά άτομο και, προφανώς, με την επιβολή υψηλών συντελεστών φορολογίας στα ακίνητα άνω των 300.000 ευρώ.
Μια τέτοια αλλαγή πολιτικής στη φορολογία ακίνητης περιουσίας θα έχει αναπόφευκτα ως συνέπεια την πτώση των εσόδων από τον φόρο ακίνητης περιουσίας σε επίπεδα κάτω του 0,65 δισ. ευρώ. (που θα σημαίνει απώλεια κρατικών εσόδων ύψους τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ, η οποία αντιστοιχεί σε αναγκαστική απόλυση τουλάχιστον 100.000 δημοσίων υπαλλήλων).
Συναλλαγές
Πέραν, όμως, τούτου θα οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση των συναλλαγών και των επενδύσεων σε ακίνητα. Επομένως, η απαλλοτριωτική φορολόγηση των ακινήτων θέτει αξεπέραστα εμπόδια στην ανάκαμψη των συναλλαγών και των επενδύσεων και συμβάλλει στην περαιτέρω εμβάθυνση της ύφεσης στην οικονομία και σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας.
Η ανάπτυξη της οικονομίας στα επόμενα δύο ή τρία έτη δεν είναι δυνατή χωρίς την ανάκαμψη των συναλλαγών (με προσέλκυση και ξένων κεφαλαίων) και των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων.
Η αντίληψη ότι δεν χρειαζόμαστε πια «τα μπετά» για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι απολύτως λανθασμένη και εξαιρετικά επικίνδυνη, τουλάχιστον όσον αφορά την περίοδο 2013-2015. Χρειάζονται, επενδύσεις και «στα μπετά» και «στα μυαλά».