Δραματική έκκληση προς τη Γερμανία, να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών αναλαμβάνοντας ουσιαστικές πρωτοβουλίες για τη διάσωση της ευρωζώνης, απευθύνει με άρθρο του στην βρετανική εφημερίδα The Guardian, ο γνωστός ιστορικός και καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Τίμοθι Γκάρτον Ας, υποστηρίζοντας ότι η χώρα θα είναι «ο μεγάλος χαμένος» από μία πιθανή διάλυση της ευρωζώνης.
Η κρίση του ευρώ όχι μόνο δεν έχει παρέλθει, όπως υποστηρίζει ο Γκάρτον Ας, αλλά «πολλές οικονομίες της ευρωζώνης βρίσκονται στην εντατική», παρά «τις ηρωικές», όπως τις χαρακτηρίζει, «προσπάθειες». «Στην Ισπανία, για παράδειγμα, μπορεί το εργατικό κόστος να έχει μειωθεί και οι εξαγωγές να βρίσκονται σε υψηλό 30ετίας», αλλά «οι οδύνες είναι τεράστιες, με την ανεργία των νέων (να ανέρχεται) στο 50% και τις τιμές των κατοικιών να διολισθαίνουν μεταξύ 30 με 40%».
Mε ημερομηνία λήξης η αντοχή των κοινωνιών του ευρωπαϊκού Nότου
Είναι αξιοσημείωτο ωστόσο, όπως γράφει ο Γκάρτον Ας, ότι «ο κόσμος φαίνεται ότι τα καταφέρνει» και «παρά τις αποσχιστικές τάσεις, όπως εκφράζονται από την επιθυμία της Καταλονίας να αποσχιστεί από το ισπανικό κράτος, με όρους συμβατικής πολιτικής, το (πολιτικό) κέντρο αντέχει». Ελάχιστη είναι εξάλλου «η ξενοφοβική ρητορική», ενώ «οι μετανάστες δεν έχουν μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο».
Παρά τις εντυπωσιακές αντοχές που έχει επιδείξει η ισπανική κοινωνία ωστόσο, το μέλλον προβάλει δυσοίωνο. «Αυτό που συμβαίνει στην Ισπανία αποτελεί εντυπωσιακή μαρτυρία των αντοχών του ευρωπαϊκού πολιτικού κυρίαρχου συστήματος, με την σχεδόν ενστικτώδη προσκόλληση στη μετριοπάθεια, στενά δεμένη με την βαθιά επιθυμία παραμονής σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό εγχείρημα». «Εως πότε, όμως, Κύριε, έως πότε», αναρωτιέται με ισχυρή δόση ειρωνείας ο γνωστός ιστορικός- παραπέμποντας σε Ψαλμό του Δαυίβ (For how long, oh Lord, how long?)…«Για πόσα ακόμα χρόνια θα μπορέσουν αυτές οι κοινωνίες να αντέξουν τέτοια επίπεδα κοινωνικής και οικονομικής πίεσης πριν η δημοκρατική πολιτική τους διολισθήσει στα άκρα;», ρωτάει ευθέως ο Ας.
«Ο κίνδυνος έχει γίνει ήδη ορατός με την εκλογική επιτυχία του υπερ-εθνικιστικού, ξενοφοβικού και (για πρώτη φορά η ταμπέλα είναι δικαιολογημένη), νεοφασιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα».
«Πολύ διαφορετικό στο είδος του, αλλά με ευρύτερες πολιτικές συνέπειες», συνεχίζει ο Ας, «είναι το ιταλικό πολιτικό αδιέξοδο, με το αποτέλεσμα των επιλογών διχασμένο μεταξύ του κινήματος διαμαρτυρίας του κωμικού Μπέπε Γκρίλο, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την Αριστερά, συν ένα μικρό ποσοστό για τον σχηματισμό «Μόντι για την Ιταλία» του Μάριο Μόντι, με την ψήφο να μοιράζεται διαφορετικά στις δύο βουλές. Με το αδιέξοδο μεταξύ των δύο βουλών, οι μεταρρυθμίσεις στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης παγώνουν», υπογραμμίζει ο βρετανός ιστορικός.
«Κάποια απ΄όλα αυτά ήταν αναπόφευκτα. Εχουν ωστόσο επιδεινωθεί εξαιτίας του ανθρωπίνου λάθους, σε γενικές γραμμές και του γερμανικού, ειδικότερα», γράφει ο Ας. «Μπορώ απολύτως να καταλάβω την αρχική οργισμένη αντίδραση των γερμανών ψηφοφόρων όταν τους ζητήθηκε να διασώσουν άλλους ευρωπαίους που ήταν πολύ λιγότερο πειθαρχημένοι, εργατικοί και παραγωγικοί από αυτούς, για να σώσουν ένα νόμισμα, για τη συμμετοχή τους στο οποίο δεν διεξήχθη καμία ψηφοφορία….Το ίδιο θα ένιωθα κι εγώ. Μπορώ να καταλάβω τη σκληρή γραμμή της Ανγκελας Μέρκελ και των συναδέλφων της», λέει ο Ας.
«Οι πολιτικές πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα»
«Τα δεδομένα ωστόσο είναι ζόρικο πράγμα», επισημαίνει ο βρετανός ιστορικός (δυναμιτίζοντας ουσιαστικά την προηγούμενη παράγραφο). Και συνεχίζει: «όταν τα δεδομένα αλλάζουν, ή τουλάχιστον γίνονται πιο ξεκάθαρα, οι πολιτικές πρέπει να προσαρμόζονται και αυτές καταλλήλως. Καθήκον των πολιτικών σε μία λειτουργική, φιλελεύθερη δημοκρατία είναι να αναγνωρίζουν αυτά τα δεδομένα και να τα εξηγούν στους ψηφοφόρους τους, όχι να δένουν τους ψηφοφόρους τους με ασαφείς και ψεύτικες υποσχέσεις». «Ιδού ένα παράδειγμα: οι επονομαζόμενοι οικονομικοί πολλαπλασιαστές, δηλαδή οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ μιας περικοπής (ή αύξησης) στις δημόσιες δαπάνες. Σε καιρούς ομαλούς, όταν οι περισσότερες χώρες με τις οποίες κάνεις μπίζνες τα πάνε καλά, ο συγκεκριμένος πολλαπλασιαστής μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 0,2 και 0,4%- δηλαδή το ΑΕΠ να μειώνεται κατά 0,2 και 0,4% για κάθε περικοπή των δημοσίων δαπανών της τάξης του 1%. Οταν ωστόσο όλοι γύρω σου βρίσκονται σε ύφεση, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα αυξάνεται δραματικά».
«Αυτό συνέβη κατά τη Μεγάλη Υφεση (Great Depression)», επισημαίνει ο Ας, «όπως κατέδειξαν με σαφήνεια ο καθηγητής της Οξφόρδης σε θέματα ιστορίας της οικονομίας Kevin O’ Rourke και οι βοηθοί του. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, κατά τη Μεγάλη Κάμψη (Great Recession), όπως παραδέχονται οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλων θεσμικών οργάνων, Σε συνθήκες συνολικής κάμψης, οι οικονομικοί πολλαπλασιαστές μπορεί να εκτιναχθούν, με αποτέλεσμα περικοπές της τάξεως του 1% επί των δημοσίων δαπανών να προκαλέσουν μείωση του ΑΕΠ κατά 1,5%, γεγονός το οποίο αλλάζει σημαντικά τη συλλογιστική της λιτότητας», υποστηρίζει ο καθηγητής της Οξφόρδης.
«ῌ Γερμανία είναι η χώρα που θα χάσει περισσότερο από τη διάλυση της ευρωζώνης»
Η Γερμανία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τα προβλήματα που έχουν ενσκήψει, όπως επισημαίνει ο Ας. «Ιδού άλλο ένα δεδομένο, κάπως ευρύτερο και γι’ αυτό περισσότερο αμφισβητούμενο, αλλά ωστόσο εξίσου ισχυρό: οι οδύνες τις προσαρμογής έχουν πέσει κυρίως στην ευρωπαϊκή «περιφέρεια» του νότου, όχι στον «πυρήνα» του ευρωπαϊκού βορρά. Χρειάστηκαν ωστόσο δύο για να δημιουργηθεί αυτό το χάος», τονίζει ο γνωστός καθηγητής. Και εξηγεί: «Υπεύθυνοι είναι τόσο ο επιπόλαιος δανειολήπτης του νότου, όσο και ο μυωπικός δανειστής του βορρά, παραδείγματος χάριν, οι γερμανικές τράπεζες.
«Γεγονός που οδηγεί σε ένα άλλο, ελαφρώς πιο υποθετικό επιχείρημα: η Γερμανία είναι αυτή που έχει να χάσει περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, από την κατάρρευση της ευρωζώνης. Σύμφωνα με μία εκτίμηση, μόνο η έκθεση των γερμανικών τραπεζών σε έλληνες, ισπανούς, πορτογάλους και ιρλανδούς οφειλέτες ανέρχεται στα 400 δισ. ευρώ. Το ίδιο το συμβούλιο οικονομικών συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης το περασμένο έτος εκτίμησε τις απώλειες των γερμανών πιστωτών σε περίπτωση διάσπασης της ευρωζώνης στα 2,8 τρισ. ευρώ, ποσό που υπερβαίνει το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας το οποίο ανέρχεται στα 2,65 τρισ. ευρώ. Η ισοτιμία οποιουδήποτε νομίσματος διαδεχθεί το ευρώ, είτε είναι ένα παλαιό-νέο γερμανικό μάρκο, ή ένα ευρώ για τη βόρεια Ευρώπη, (το Nordo ή Neuro) θα είναι λιγότερο συμφέρουσα για τις γερμανικές εξαγωγές», όπως λέει ο γνωστός καθηγητής.
«Εθνικό συμφέρον της Γερμανίας να σώσει το ευρώ»
«Οχι λοιπόν από κάποιο κεϋνσιανό δόγμα, όχι από ιδεαλισμό ή συναισθηματισμό για τους ευρωπαίους εταίρους της, αλλά για το ίδιο της το εθνικό συμφέρον, η Γερμανία οφείλει να κάνει περισσότερα», υποστηρίζει ο Ας. «Οφείλει να αυξήσει την εγχώρια ζήτηση, να στηρίξει μία ισχυρή τραπεζική ένωση, και να ενστερνιστεί κάποιου είδους περιορισμένης κοινοτικοποίησης του χρέους της ευρωζώνης, με αυστηρές προϋποθέσεις, όπως έχουν προτείνει οι ίδιοι οι οικονομικοί της σύμβουλοι. «Με όρους πολιτικής οικονομίας ολόκληρης της ευρωζώνης, ή ίσως πιο συγκεκριμένα, της εξαρτημένης από την πολιτική οικονομία της, η καλύτερη συγκυρία για να κάνει κάτι τέτοιο έχει ήδη παρέλθει. (Η συγκεκριμένη συγκυρία) ήταν αυτό που τώρα πρέπει να χαρακτηρίσουμε ως «η ώρα του Μόντι» (The Monti Moment).
«Ως πρωθυπουργός», υποστηρίζει ο Ας, «ο Μόντι αγωνίστηκε με ανδρεία να πράξει το σωστό για την Ιταλία, ζητώντας ωστόσο από τη Γερμανία να κάνει και αυτή ότι χρειάζεται από την πλευρά της. Μην κατορθώνοντας να συλλάβει τη συγκυρία, η Γερμανία έχει ένα ακόμα ανοιχτό μέτωπο. Οποιοδήποτε και αν αναδειχθεί Καγκελάριος στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, με οποιονδήποτε συνασπισμό, θα πρέπει να διανύσει αυτό το έξτρα χιλιόμετρο για τη διάσωση της ευρωζώνης, εξασφαλίζοντας ότι οι μελλοντικές ευρω-κρίσεις δεν θα είναι «του ευρώ», αλλά «εντός του ευρώ». Οι επονομαζόμενες Ευρωπαϊκές εκλογές είναι προγραμματισμένες για τον Ιούνιο του 2014. Οι ουσιαστικά αποφασιστικές εκλογές για την Ευρώπη ωστόσο είναι οι εθνικές- και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τη Γερμανία», υποστηρίζει ο Ας.
«Ιστορική συγκυρία αντίστοιχη με αυτή του 1914»
«Αποτελεί, φυσικά, απλή σύμπτωση το γεγονός ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη πρόκληση καθώς πλησιάζει η 100στη επέτειος από το 1914», επισημαίνει ο βρετανός ιστορικός. «Πρόκειται ωστόσο για μία σύμπτωση η οποία αποκαλύπτει επίσης μία ιστορική ευκαιρία εποικοδομητικής ευρωπαϊκής ηγεσίας από την κεντρική δύναμη της Ηπείρου»».
«Γερμανία προχώρα!», προτρέπει ο Ας, «άρπαξε αυτό που ο Φριτς Στερν (σσ γερμανικής καταγωγής αμερικανός ιστορικός) ονόμασε κάποτε ως «ιστορική σου δεύτερη ευκαιρία» και χρησιμοποίησέ τη καλά».