Αντισυνταγματική κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει την καταβολή αυξημένου παραβόλου, (ανερχομένου σε ποσοστό 1% της προϋπολογισθείσας αξίας του διαγωνισμού), ως προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Να σημειωθεί ότι το ύψος του επίμαχου παραβόλου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας ερμηνεύοντας τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και την ευρωπαϊκή νομοθεσία (ευρωπαϊκές οδηγίες), αποφάνθηκαν ότι το επίμαχο αυξημένο παράβολο θα επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που κάποιος «χάσει» τη δίκη, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία απορριφθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που έχει καταθέσει.
Έτσι για να συζητηθεί μια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων η οποία αφορά διαγωνισμούς δημοσίων έργων και προμηθειών, θα ισχύει το παλαιό δικονομικό καθεστώς, δηλαδή η καταβολή παραβόλου των 100 ευρώ.
Συγκεκριμένα, η από 4.12.2012 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου και εν συνεχεία το άρθρο 28 του Ν. 4111/2013 προβλέπουν ότι για να γίνει δεκτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων (ΣτΕ, κ.λπ.) στις περιπτώσεις δημοσίων διαγωνισμών και προμηθειών «πρέπει να κατατεθεί, μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, παράβολο, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε ποσοστό 1% της προϋπολογισθείσας αξίας, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ».
Για την είσπραξη του επίμαχου παραβόλου, «το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ, εκδίδεται αποκλειστικά διπλότυπο είσπραξης από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ).
Επίσης, σε περίπτωση αποδοχής της σχετική αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο το σχετικό παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος ο Κ. Μενουδάκος και εισηγητής ο σύμβουλος Γ. Τσιμέκας) επισημαίνει ότι «η υποχρέωση καταβολής του συνολικού ποσού του παραβόλου εξαρχής, ακόμη και όταν αυτό ανέρχεται στο ανώτατο όριο των 50.000 ευρώ, συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του προστατευόμενου από τις συνταγματικές και υπερνομοθετικές διατάξεις δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας που υπερακοντίζει τον σκοπό του νομοθέτη».
Συνεπώς, υπογραμμίζουν οι δικαστές, η επίμαχη διάταξη «κατά το μέρος που επιβάλλει την καταβολή ολόκληρου του ποσού του παραβόλου έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, ως προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και είναι κατά τούτο ανίσχυρη και επομένως μη εφαρμοστέα».
Κατόπιν αυτών, οι σύμβουλοι Επικρατείας, τονίζουν στην επίμαχη απόφαση αναστολής (εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του Ν. 3900/2010) «πρέπει, εφαρμοζόμενης της προϊσχύουσας νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 36 παράγραφος 1 Π.Δ. 18/1989, για το παραδεκτό της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να καταβάλλεται πριν από τη συζήτηση αυτής το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή, ποσό των 100 ευρώ και το υπόλοιπο, νομίμως προβλεπόμενο από την επίμαχη διάταξη του άρθρου 28 του Ν. 4111/2013 ποσό παραβόλου, ανερχόμενο σε ποσοστό 1% της προϋπολογισθείσας αξίας του διαγωνισμού και έως του ποσού, κατ΄ ανώτατο όριο, των 50.000 ευρώ, να επιβάλλεται σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων».