Στα 90 δισ. ευρώ ανέρχονται τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται. Από αυτά, τα 55 δισ. δεν εξυπηρετούνται για περισσότερο από 90 ημέρες
Στα 90 δισ. ευρώ ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 30 ημερών. Το ποσό αυτό, που αντιστοιχεί, στην ουσία, στην καθυστέρηση αποπληρωμής δύο δόσεων, περιλαμβάνει μεν τα περίπου 55 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων, αλλά καταγράφει και μια κατάσταση εκρηκτική για τα χαρτοφυλάκια των τραπεζικών ομίλων, η οποία επιδεινώνεται, όσο βαθαίνει η ύφεση στην πραγματική οικονομία.
Στην κατεύθυνση αυτή, η δημιουργία μιας bad bank ανά τράπεζα για τη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού θα προωθηθεί από την τρόικα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης.
Τραπεζίτες εκτιμούν ότι οι πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες από το «κακό» σενάριο της διατήρησης των συνθηκών ύφεσης θα διαμορφωθούν μεταξύ 5 και 10 δισ. ευρώ, ανάλογα με την έκταση του σεναρίου αυτού. Ο επίσημος δείκτης των επισφαλειών διαμορφώθηκε στο επίπεδο άνω του 25% στο τέλος του 2012 και αυξάνεται με 1,5% στο τρίμηνο, έχοντας μια επιβράδυνση τους τελευταίους μήνες του 2012, έναντι της όξυνσης του καλοκαιριού.
Όπως επισημαίνει σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Ναυτεμπορική, τραπεζικά στελέχη με γνώσεις στη διαχείριση καθυστερήσεων και εμπειρία σε διεθνείς τράπεζες τονίζουν ότι, πέρα από τα ήδη «κόκκινα» δάνεια, τα περίπου 55 δισ. ευρώ που δεν εξυπηρετούνται για περισσότερες από 90 ημέρες, συσσωρεύονται σταθερά δάνεια με μικρότερη καθυστέρηση. Περί τα 35 δισ. ευρώ ακόμη είναι καθυστερούμενα για πάνω από 30 ημέρες, κάτι που σημαίνει πρακτικά δύο δόσεις που δεν έχουν καταβληθεί εμπρόθεσμα.
Η επιδείνωση της ύφεσης οδηγεί τις τράπεζες σε μείωση της εισπραξιμότητας, αφού οι δανειολήπτες δεν έχουν τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους, τη στιγμή μάλιστα που «ανταγωνιστής» των τραπεζών είναι το ίδιο το Δημόσιο, με τις αυξημένες απαιτήσεις -φορολογικές και άλλες. Καθώς το Δημόσιο έχει μέσα πίεσης έναντι των φορολογουμένων, εύλογα παίρνει την προτεραιότητα έναντι των οφειλών προς το τραπεζικό σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα δάνεια που είναι σήμερα ενήμερα, περνούν σε καθυστέρηση και συμβάλλουν σε ένα δυσμενές περιβάλλον που τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν επιχειρήσει να αντιμετωπίσουν με αυξημένες προβλέψεις. Το επίπεδο, όμως, των προβλέψεων που έχουν ληφθεί, το 45% με 55% των επισφαλειών, είναι αμφίβολο αν μπορεί πλέον να καλύψει την επιδείνωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων.
Οπως εξηγούν τα ίδια στελέχη, ήδη από τα περίπου 55 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων, τα 18 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε καταναλωτικά. Πρόκειται για δάνεια, τα οποία με βάση τα μοντέλα των τραπεζών και την υφιστάμενη εμπειρία, έχουν μικρή πιθανότητα είσπραξης, όταν ο δανειολήπτης δεν έχει πληρώσει δόση για τουλάχιστον τρεις μήνες.
Όσον αφορά περίπου 20 δισ. ευρώ επιχειρηματικά δάνεια, κρίσιμος παράγοντας είναι αν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις παραμένουν σε λειτουργία, ενώ για τα καθυστερούμενα στεγαστικά δάνεια, το πρόβλημα είναι επίσης σύνθετο.
Πρόκειται για δάνεια με υψηλό, στην πλειονότητά τους, δείκτη δανείου προς αξία ακινήτου, ενώ το «πάγωμα» των πλειστηριασμών, που κοινωνικά ήταν αναγκαίο, δημιούργησε έναν όγκο ακινήτων, τα οποία, αν κατασχεθούν, δεν θα μπορούσαν να βγουν στην αγορά από τις τράπεζες, αφού κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε κραχ. Η υποχώρηση των τιμών θα προκαλούσε, από την άλλη, ζημιές, αν τα ακίνητα παραμείνουν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Το πρόβλημα έχει απασχολήσει την τρόικα και ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει αναφερθεί στην ανάγκη να αναζητηθούν λύσεις διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται σε σταθερή τροχιά ανόδου, μεταξύ των οποίων η μεταφορά κακών δανείων εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ίδρυση μιας bad bank ανά τράπεζα, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, θα μπορούσε να βοηθήσει και είναι κάτι που, σύμφωνα με πληροφορίες, θα προωθηθεί αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης.
Στην bad bank μπορούν να μεταφερθούν προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού, αλλά και απαιτήσεις ενήμερες που έχουν μεγάλη πιθανότητα να εξελιχθούν σε προβληματικές. Η μονάδα αυτή, που θα είναι πλήρως διαχωρισμένη από την τράπεζα, θα εφαρμόσει εντατικές εισπρακτικές διαδικασίες, μέσα από ρυθμίσεις, ακόμα και διαγραφές χρέους.
Ειδικά οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων αναμένεται να ακολουθήσουν χρονικά τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, προκειμένου να «αποφορτιστούν» οι ισολογισμοί.
Πρόκειται για συνήθη τραπεζική πρακτική, που έχει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα σχεδόν μηδενική εφαρμογή, αλλά σε κάθε περίπτωση, για τα δάνεια που πωλούνται, δεν αλλάζει το νομικό πλαίσιο που τα διέπει, ούτε η σύμβαση.