Την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια επισήμαναν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο και ο επίτροπος Οικονομίας Όλι Ρεν, μιλώντας σήμερα σε ένα συνέδριο στις Βρυξέλλες.
Ο Ρεν υπογράμμισε ότι πλέον υπάρχει η δυνατότητα να επιβραδυνθεί ο ρυθμός της δημοσιονομικής εξυγίανσης στα κράτη-μέλη, αλλά πρέπει να συνεχιστούν εντατικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ενώ ο Μπαρόζο τόνισε πως «με τους κανόνες και τα εργαλεία που έχουμε σήμερα, μια αναπάντεχα δυσάρεστη κατάσταση όπως αυτή που ανακαλύψαμε το 2010 στην Ελλάδα δεν θα ξανασυμβεί, ή τουλάχιστον όχι σε αυτό το επίπεδο».
Μιλώντας στο συνέδριο με θέμα το «Προσχέδιο για μια βαθύτερη Οικονομική και Νομισματική Ένωση», ο επίτροπος Οικονομίας ανέφερε ότι ο βραδύτερος ρυθμός δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι πλέον δυνατός πρώτον, διότι έχει αυξηθεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη από το 2011, δεύτερον, επειδή οι αποφάσεις της ΕΚΤ σταθεροποιούν τις αγορές και τρίτον, χάρη στη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, η οποία παρέχει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τη σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή και την πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας εντός του 2013 και την τόνωση της ανάπτυξης από το 2014 και μετά. Ωστόσο, εξέφρασε την ανησυχία του για την άνοδο της ανεργίας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη.
Παράλληλα, ο Όλι Ρεν τόνισε την ανάγκη να επιλυθεί, με όλα τα δυνατά μέσα, η «παγίδα ρευστότητας», ή η παγίδα χρηματοδότησης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, κυρίως στη νότια Ευρώπη. Ως παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση ανέφερε την αύξηση κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κατά 10 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο αναμένεται να αυξήσει τη δανειοδοτική ικανότητα της τράπεζας κατά 40%.
Για τον Ρεν, το επόμενο βήμα για την εμβάθυνση της ΟΝΕ είναι η τραπεζική ένωση, η οποία θα ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα σπάσει τον γόρδιο δεσμό μεταξύ των τραπεζικών κρίσεων και των κρίσεων των κρατικών χρεών. Σημείωσε, μάλιστα, ότι ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της τραπεζικής ένωσης που δρομολογείται είναι η δυνατότητα άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Όσον αφορά την ευρύτερη οικονομική ένωση, τόνισε ότι πρέπει να γίνουν ορισμένες δύσκολες επιλογές.
Από την πλευρά του, ο Μπαρόζο τόνισε ότι τα τελευταία χρόνια έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα πιο εύρωστο και αξιόπιστο σύστημα για την εξασφάλιση υγιών δημόσιων οικονομικών και για τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ παράλληλα έχει δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για την πρόληψη και διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Σημείωσε ότι από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά έχουν γίνει σημαντικά βήματα για να αντιμετωπιστούν τα «κενά» της ΟΝΕ, όπως π.χ. η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), με την ικανότητα της παροχής οικονομικής βοήθειας της τάξης των περίπου 700 δισ. ευρώ. Τόνισε χαρακτηριστικά ότι «με τους κανόνες και τα εργαλεία που έχουμε σήμερα, μια αναπάντεχα δυσάρεστη κατάσταση όπως αυτή που ανακαλύψαμε το 2010 στην Ελλάδα δεν θα ξανασυμβεί, ή τουλάχιστον όχι σε αυτό το επίπεδο».
Όσον αφορά στην οικονομική διακυβέρνηση, επισήμανε ότι έχει γίνει αποφασιστική πρόοδος, αναφέροντας ως παραδείγματα, το πακέτο των «έξι νομοθετημάτων» για την ενίσχυση της παρακολούθησης και της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που ισχύει από τον Δεκέμβριο του 2011, και το πακέτο των «δύο νομοθετημάτων», το οποίο ενισχύει περαιτέρω τον έλεγχο και τον συντονισμό των εθνικών προϋπολογισμών και θα τεθεί σε ισχύ στο τέλος αυτού του μήνα. Σημείωσε, επίσης, ότι έχει αλλάξει σημαντικά ο τρόπος αξιολόγησης, ο συντονισμός και η αναθεώρηση των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών.
Τέλος, αναφερόμενος σε πιθανές αλλαγές στη Συνθήκη της ΕΕ, ο Μπαρόζο τόνισε ότι πρέπει να εξετάζονται μόνο όπου και όταν είναι απαραίτητο και μετά από προσεκτική προετοιμασία. Σημείωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τις απόψεις της και σαφείς ιδέες για την αλλαγή της Συνθήκης, πριν από τις ευρωεκλογές.