Την ανάγκη περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους επισήμανε για μια ακόμη φορά ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Τζέρι Ράις, μιλώντας σήμερα στην καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων, στα γραφεία του Ταμείου στην Ουάσιγκτον.
«Αυτή τη στιγμή επικεντρωνόμαστε στην τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος και στην τήρηση όσων προβλέπει» τόνισε ο κ. Ράις, σημειώνοντας τη θέση του Ταμείου ότι για την ολοκλήρωση του προγράμματος, απαιτείται η μείωση του χρέους, όπως έχει συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους.
«Οι δικές μας εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος» τόνισε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ.
Κληθείς να απαντήσεις για δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters ότι αυξάνονται οι πιθανότητες για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και ότι η Ελλάδα θα γίνει η πρώτη χώρα στην ιστορία που θα αποφασίσει να αναδιαρθρώσει το χρέος της προς το ΔΝΤ, ο κ. Ράις επανέλαβε ότι «δεν οραματιζόμαστε» νέες συζητήσεις για τη συμμετοχή του επίσημου τομέα (OSI) σ’ αυτή τη φάση, τονίζοντας παράλληλα ότι το καθεστώς προτεινόμενου πιστωτή, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για οπουδήποτε αλλού, «δεν βρίσκεται υπό συζήτηση».
Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ ανακοίνωσε ακόμη ότι στις 4 Ιουνίου θα πραγματοποιηθεί η νέα αποστολή των τεχνικών κλιμακίων της τρόικας στην Αθήνα για δυο εβδομάδες, ενώ, όπως είπε απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο Πολ Τόμσεν παραμένει επικεφαλής της αποστολής στην Ελλάδα.
Ακόμη, ο κ. Ράις επανέλαβε ότι το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ θα συνεδριάσει στις 31 Μαΐου για να συζητήσει την πρόσφατη έκθεση που συνέταξε η αποστολή του Ταμείου στην Αθήνα και αναμένεται να αποφασίσει την έγκριση της δόσης ύψους 1,8 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα (αντιστοιχεί στον έλεγχο που ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο).
Σημειώνεται ότι στην έκθεση για την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος υπογραμμίζεται -κάτι που επανέλαβε και ο κ. Ράις-, ότι η Ελλάδα έκανε πρόοδο στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, αλλά χρειάζεται να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αντιμετωπίζοντας κυρίως το πρόβλημα της φοροδιαφυγής.