Αντίθετη με την χρήση μηχανισμών επιβολής ποινών για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους εμφανίζεται, με έκθεσή της που δημοσιοποιήθηκε σήμερα η ‘δεξαμενή σκέψης’ CEPS των Βρυξελλών η οποία συνιστά «μια προσέγγιση που θα εμπεριέχει περισσότερη επιείκεια και λιγότερο κολασμό για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην ευρωζώνη» , όπως αναφέρει ο τίτλος της ανάλυσης.
Πιο συγκεκριμένα, ο συντάκτης Πολ Ντε Γρόου, φλαμανδός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λουβένης, εκφράζει την άποψη ότι ένα σύστημα επιβολής ποινών σε ιδιώτες επενδυτές -π.χ., κατόχους των ομολόγων- οδηγεί σε δύο προβλήματα:
Πρώτον, επιφέρει αποτελέσματα μόνον όταν οι εν λόγω επενδυτές γνωρίζουν ότι διαπράττουν κάποιο λάθος το οποίο μπορεί να τιμωρηθεί με κυρώσεις. Εάν δεν γνωρίζουν ότι διαπράττουν κάποιο λάθος, η απειλή της τιμωρίας δεν θα τους πειθαρχήσει, υπογραμμίζει ο συντάκτης. Το δεύτερο πρόβλημα με την επιβολή κυρώσεων, συνεχίζει ο συντάκτης, είναι ο κίνδυνος αντιδράσεων όταν οι επενδυτές αντιληφθούν ότι επίκεινται κυρώσεις. Η αντίδραση –δηλαδή, η πώληση– είναι εύκολη στις αγορές. Εάν η πώληση όμως γίνει μαζικά, το αποτέλεσμα είναι να ξεσπάσει η κρίση που υποτίθεται ότι προσπαθεί να αποφύγει η τιμωρία, ενώ εάν οι επενδυτές είναι αρκετά γρήγοροι, γνωρίζουν ότι μπορούν να αποφύγουν την τιμωρία, συμπληρώνει.
Στη συνέχεια στην έκθεση επισημαίνεται ότι προβληματική είναι και η άλλη λύση που πρότειναν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, δηλαδή η τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αυστηρότερου σχεδίου ποινών για τις κυβερνήσεις.
Κατά τον συντάκτη, πρόκειται για μια λανθασμένη απάντηση για τους εξής δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι με την εξαίρεση της Ελλάδας, οι άλλες χώρες της ευρωζώνης (Ιρλανδία, Ισπανία), δεν επηρεάσθηκαν από την κρίση λόγω της συσσώρευσης ενός υπέρογκου δημοσίου χρέους πριν ενσκήψει η κρίση. Ως εκ τούτου, εκτιμά ο συντάκτης, η κρίση στην ευρωζώνη δεν έχει ως αιτία την έλλειψη πειθαρχίας των κυβερνήσεων αλλά τις αυξημένες αναλήψεις ρίσκου στον ιδιωτικό τομέα. Με άλλα λόγια, σημειώνει ο συντάκτης, ακόμα και στην περίπτωση που το Σύμφωνο ήταν αυστηρότερο πριν από την κρίση, η Ιρλανδία και η Ισπανία δεν θα είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από το μάτι του κυκλώνα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ενόσω οι αποφάσεις περί προϋπολογισμού παραμένουν στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων και κοινοβουλίων, την πολιτική ευθύνη για τις αποφάσεις περί δαπανών και την επιβολή φορολογίας φέρουν οι κυβερνήσεις αυτές και τα κοινοβούλια, τα οποία, πρέπει να σημειωθεί, λογοδοτούν και καλούνται να αντιμετωπίσουν και τις πολιτικές κυρώσεις του εκλογικού σώματος.
Όπως εξάλλου σημειώνεται, η ιδέα ότι η επιβολή ποινών θα πρέπει να αποτελέσει μέρος για την επίλυση της κρίσης, έχει επηρεάσει το σχεδιασμό της οικονομικής βοήθειας στην ευρωζώνη. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας που ιδρύθηκε με αφορμή την ελληνική κρίση το Μάιο του 2010 έχει αναγκασθεί να δανείσει με πολύ υψηλά επιτόκια την Ελλάδα και την Ιρλανδία, καθιστώντας δύσκολο για την Ιρλανδική κυβέρνηση να μειώσει το έλλειμμά της και να ελαττώσει την συσσώρευση του χρέους της.
Κατά τον συντάκτη, μια πιο έξυπνη προσέγγιση θα ήταν ενδεχομένως η υιοθέτηση μιας πολιτικής που θα συνδυάζει το ‘καρότο με το μαστίγιο’: σε μια τέτοια περίπτωση, το μεν μαστίγιο θα ήταν ένα πακέτο λιτότητας με αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια, ούτως ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάκαμψη και το δε καρότο θα ήταν ένα χαμηλότερο επιτόκιο, ούτως ώστε να είναι πιο εύκολο για τη χώρα να απαλλαγεί από το δυσβάσταχτο χρέος. Ακόμη, προσθέτει ο συντάκτης, το χαμηλότερο επιτόκιο θα αποτελούσε μια ένδειξη της επιτυχίας του πακέτου βοήθειας και ένα σήμα εμπιστοσύνης προς τις αγορές.
Παρ’ όλα αυτά, εκτιμά ο συντάκτης, δεν ακολουθήθηκε αυτή η προσέγγιση, κυρίως λόγω της άποψης ότι στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται η ανεύθυνη στάση των κυβερνήσεων των περιφερειακών χωρών. Ωστόσο στην Ισπανία και την Ιρλανδία, επισημαίνει ο συντάκτης, τα γεγονότα δεν μπορούν να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα, καθώς οι κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών δεν αύξησαν το χρέος τους γιατί ανέμεναν να ‘διασωθούν’ από την Γερμανία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα. Έσωσαν τις τράπεζές τους όπως θα έκανε οποιαδήποτε άλλη χώρα, απλούστατα επειδή δεν υπήρχε καμία άλλη επιλογή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντάκτης διαχωρίζει την περίπτωση της Ελλάδας, για την οποία αναφέρει ότι «πέραν πάσης αμφιβολίας, οι διάφορες κυβερνήσεις επέδειξαν ανεύθυνη συμπεριφορά». Ωστόσο, θεωρεί υπερβολική την εκτίμηση ότι ακόμα και οι κυβερνήσεις αυτές ξόδευαν αλόγιστα γιατί ανέμεναν να τους διασώσει η Γερμανία. Αιτία των αλόγιστων δαπανών θεωρεί ο συντάκτης το διαβρωμένο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, που υπήρξε ευάλωτο στις πιέσεις των εγχώριων ομάδων συμφερόντων για την απόκτηση μεριδίου στην πίτα των κρατικών παροχών. Στην πορεία αυτή, σημειώνει ο συντάκτης, τόσο οι πολιτικοί όσο και οι τραπεζίτες παρασύρθηκαν από το κλίμα ευφορίας που δημιούργησαν οι (μη διατηρήσιμοι) ρυθμοί ανάπτυξης και σχημάτισαν την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι τελευταίοι θα συνεχίζονταν εσαεί.
Καταλήγοντας, ο συντάκτης σημειώνει ότι δόθηκε υπερβολική έμφαση στην ιδέα ότι θα πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στους επενδυτές. Σύμφωνα με τον συντάκτη, το κλειδί για την λύση της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι η προθυμία των χωρών να επιδείξουν διάθεση ‘συγχώρεσης’, δηλ. επιείκεια, κάτι που θα ήταν προς το συμφέρον όχι μόνο των οφειλετών αλλά και των ίδιων των πιστωτών. Αναγνωρίζει πάντως ότι η μείωση του επιτοκίου δανεισμού των χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα είναι εφικτή μόνον εάν δοθεί το πράσινο φως από τις χώρες του Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία κ.λ.π.), οι οποίες θα πρέπει να πείσουν την εγχώρια κοινή γνώμη ότι μια τέτοια κίνηση εξυπηρετεί το εθνικό τους συμφέρον.