Ένα σχήμα όπου οι τράπεζες θα μπορούσαν να ανταλλάξουν τα ελληνικά, ιρλανδικά και πορτογαλικά ομόλογα που έχουν στα χέρια τους με ομόλογα αξιολόγησης ΑΑΑ του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης EFSF και να υποστούν διαχειρίσιμες ζημιές, θα περιόριζε την κρίση και θα απέτρεπε μια παύση πληρωμών, επισημαίνουν σε κοινή τους έκθεση ο διευθυντής του Centre for European Policy Studies, Daniel Gros και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank, Thomas Mayer.
Αντίθετα, προειδοποιούν ότι η αύξηση των κεφαλαίων του EFSF, που είναι μία από τις λύσεις που εξετάζει η ΕΕ, θα επιτείνει την κρίση, αποσταθεροποιώντας τα δημόσια οικονομικά των χωρών που σήμερα είναι σταθερές.
Αυτό που προτείνουν οι δύο οικονομολόγοι είναι ένα σχέδιο με δύο βήματα, στο πλαίσιο του οποίου οι τράπεζες θα κληθούν να υποστούν ζημιές 20-25% από τις θέσεις τους σε ελληνικά, ιρλανδικά και πορτογαλικά ομόλογα. Στη συνέχεια, θα τα ανταλλάξουν με ομόλογα του EFSF.
«Οι επενδυτές θα έπρεπε να διαγράψουν περίπου 130-160 δισ. ευρώ από τα συνολικά χρέη των χωρών GIP (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), ενώ το EFSF θα έπρεπε να αποκτήσει έκθεση 490-520 δισ. ευρώ», υπολογίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Το συνολικό δημόσιο χρέος των τριών χωρών διαμορφώνεται σήμερα περίπου στα 650 δισ. ευρώ.
«Εάν κανείς υποθέσει ότι στη χειρότερη περίπτωση η θεμελιώδης αξία του χρέους των GIP είναι μόνο στο 60% του ΑΕΠ τους (ή περίπου 340 δισ. ευρώ), η μέγιστη ζημιά την οποία θα υποστούν οι χώρες της Ευρωζώνης θα είναι της τάξης των 180 δισ. ευρώ», επισημαίνουν οι Gros και Mayer.
«Το να αναλάβουν αυτό το ρίσκο θα ήταν χωρίς αμφιβολία επώδυνο, όμως, με έκθεση που ξεπερνά ελαφρώς το 1,5% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ένα αποδεκτό τίμημα να πληρώσουν για τη σταθεροποίηση του ευρώ», τονίζουν.