Διάχυτη είναι πλέον στην Αγορά η βεβαιότητα ότι τα νέα τιμολόγια της ΔΕΗ που θα επιβληθούν στην βιομηχανία θα επιφέρουν, κατά περίπτωση, αντί για μειώσεις, αυξήσεις.
Αυτό προκύπτει με βάση τις προσομοιώσεις που κάνει η κάθε μία από αυτές στις προτεινόμενες συμβάσεις, ανάλογα με το καταναλωτικό τους προφίλ.
Aπό τις μέχρι στιγμής αναλύσεις των τιμολογίων, προκύπτει ότι στην υψηλή τάση δεν θα υπάρξει καμία μείωση. Αντίθετα, το κόστος κιλοβατώρας θα είναι αυξημένο με βάση τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης, τα οποία βρίσκονται συγκυριακά σε χαμηλά επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά τη μέση τάση, τα τιμολόγια της ΔΕΗ υπό τις σημερινές συνθήκες (τιμές ρύπων, μέθοδος υπολογισμού τους από τη ΔΕΗ, ΥΚΩ, τέλος ΑΠΕ) καταλήγουν σε μικρές μειώσεις της τάξεως του 6%. Το ποσοστό αυτό, τονίζουν στο Euro2day.gr εκπρόσωποι επιχειρήσεων, σε καμία περίπτωση δεν ήταν το ζητούμενο και δεν προσφέρει λύση για τη χειμαζόμενη βιομηχανία, ενώ ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναστραφεί και να μετατραπεί σε αύξηση.
Συγκεκριμένα, αυτό που επισημαίνεται είναι ότι η ΔΕΗ για τον υπολογισμό του κόστους ρύπων, το οποίο αποτελεί διακριτή χρέωση και έχει μέγεθος κυμαινόμενο, χρησιμοποιεί ως βάση το δικό της αποτύπωμα ρύπων, δηλαδή τις εκπομπές των δικών της μονάδων. Ωστόσο η ηλεκτρική ενέργεια που προσφέρει στους καταναλωτές – πελάτες της δεν προέρχεται μόνο από τις δικές της μονάδες, αλλά από το σύνολο των μονάδων του συστήματος. Έτσι, ενώ στο δικό της μίγμα καυσίμων ο λιγνίτης που είναι και το πλέον ρυπογόνο καύσιμο έχει αυξημένο ποσοστό, αυτό μειώνεται στο συνολικό μίγμα καυσίμων του συστήματος λόγω της λειτουργίας των ανεξάρτητων μονάδων φυσικού αερίου και των ΑΠΕ.
Με βάση τη μέθοδο που χρησιμοποιεί η ΔΕΗ και την οποία η βιομηχανία θεωρεί λανθασμένη, ενώ θεωρητικά η μείωση της τιμής της ενέργειας στη μέση τάση είναι της τάξεως του 15%, η πτώση στην τιμή της κιλοβατώρας την οποία πληρώνει η βιομηχανία περιορίζεται στο 6%. Ωστόσο, όπως παρατηρούν στο Euro2day.gr οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, ακόμη και αυτό το ποσοστό πτώσης μπορεί να περιοριστεί, να μηδενιστεί ή να μετατραπεί σε αύξηση, όσο θα αυξάνονται οι τιμές των ρύπων στη διεθνή Αγορά.
Σήμερα οι τιμές των ρύπων κυμαίνονται σε επίπεδα κάτω των 4 ευρώ ο τόνος διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι από τη στιγμή που φέρουν αποτέλεσμα οι πολιτικές της Ε.Ε. για αύξηση της τιμής ρύπων με την απόσυρση δικαιωμάτων, ή αν αυξηθεί η ζήτησή τους, φυσικό επακόλουθο θα είναι η επιβάρυνση της τιμής της κιλοβατώρας.
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το Euro2day.gr, αυτήν τη στιγμή εκφράζεται προβληματισμός μεταξύ των βιομηχανιών κατά πόσον είναι σκόπιμο να υπογράψουν συμβάσεις που στηρίζονται σε παρόμοια μέθοδο υπολογισμού του κόστους ρύπων, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα ενεργειακού κόστους και να τις οδηγήσει σε κλείσιμο. Ιδίως από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση δεν κάνει καμία κίνηση προς την Ε.Ε. για την εφαρμογή μηχανισμού αντιστάθμισης του κόστους ρύπων για τη βιομηχανία ανάλογου με αυτόν που, μετά από έγκριση της Ε.Ε., εφαρμόζουν η Γερμανία και άλλες χώρες.
Το άλλο αγκάθι για τη βιομηχανία, αυτή που είναι συνδεδεμένη με το δίκτυο υψηλής τάσης (τσιμεντάδικα, χαλυβουργίες κ.ά.), είναι τα τέλη για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, τα οποία πλέον αποτελούν διακριτή χρέωση. Επιπλέον, το ύψος τους επηρεάζεται άμεσα από το καταναλωτικό προφίλ της βιομηχανίας με αποτέλεσμα σε ακραίες περιπτώσεις η σχετική επιβάρυνση να φτάνει μέχρι και τα 8 ευρώ η μεγαβατώρα (1.000 κιλοβατώρες).
Τέλος, σε φάση ανάλυσης βρίσκεται από τη βιομηχανία το σκέλος των τιμολογίων που συναρτούν τις χρεώσεις ενέργειας με τη διαμόρφωση της ζήτησης στο σύστημα (διαμόρφωση αιχμών κ.λπ.). Υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις, λένε οι άνθρωποι της βιομηχανίας, ότι η ΔΕΗ ως ώρες αιχμής της ζήτησης, κατά τις οποίες αυξάνει τις χρεώσεις, χρησιμοποιεί δεδομένα τα οποία δεν ισχύουν σήμερα, καθώς λόγω μεγάλης παραγωγής από τις ΑΠΕ οι καμπύλες φορτίου του συστήματος έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά.
Για όλα αυτά αναμένονται επίσημες και πιο λεπτομερείς τοποθετήσεις από την Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας μέσα στις επόμενες μέρες.