Στην αδύναμη υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και όχι στον πολλαπλασιαστή που εφαρμόστηκε στο Ελληνικό μοντέλο αποδίδεται από το ΔΝΤ η πολύ μεγαλύτερη ύφεση σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Σε τεχνοκρατική έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, το Ταμείο επιχειρεί να εκτιμήσει τις επιπτώσεις των προγραμμάτων πολυετούς δημοσιονομικής προσαρμογής σε χώρες με υψηλό χρέος, μελετώντας και την περίπτωση της Ελλάδας.
Επί της ουσίας το ΔΝΤ επιχειρεί να αποδείξει ότι στην ελληνική περίπτωση, δεν έφταιξαν οι πολλαπλασιαστές που εφαρμόστηκαν στο μοντέλο, αλλά υπερεκτιμήθηκαν οι δυνατότητες ανάπτυξης.
Όπως σημειώνει, ένας υψηλότερος πολλαπλασιαστής δεν θα οδηγούσε σε βελτίωση των προβλέψεων, αποδίδοντας τη μεγαλύτερη των εκτιμήσεων ύφεση στην αδύναμη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που οδήγησε και σε χαμηλότερα αποτελέσματα καθώς, στις πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις και σε «άλλους παράγοντες» που συνέβαλαν σε πολύ ισχνότερη οικονομική απόδοση σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Το Ταμείο θέτει το ερώτημα εάν πρέπει τα προγράμματα να είναι εμπροσθοβαρή ή όχι στις υπερβολικά χρεωμένες χώρες που είναι σε ύφεση, σημειώνοντας ότι μάλλον τα μέτρα θα πρέπει να επιβάλλονται σταδιακά και προς το τέλος των προγραμμάτων, καθώς ορισμένες από τις οικονομίες που ακολουθούν τροχιά δημοσιονομικής σύγκλισης τείνουν να υποπίπτουν σε βαθύτερη ύφεση.
Σημειώνεται ότι όπως αναφέρεται και στο κείμενο, πρόκειται για τεχνική εργασία του Ταμείου που δεν αντανακλά κατ’ ανάγκη τις απόψεις του ΔΝΤ.