«Μαύρες» προβλέψεις για την ανεργία στη χώρα μας περιλαμβάνει η ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση 2013 του Ινστιτούτου Έρευνας της ΓΣΕΕ.
Την έκθεση παρουσίασε, σήμερα, στη Θεσσαλονίκη, ο επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου της Συνομοσπονδίας. κ. Σάββας Ρομπόλης.
Όπως τονίσθηκε, η ανεργία επέστρεψε στα επίπεδα του 1961, ενώ οι εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για το τέλος του 2013 και για το 2014 είναι δυσοίωνες.
Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η ανεργία θα αυξηθεί και έως το τέλος του 2013 θα αγγίξει το 29% με 30%, ενώ τον επόμενο χρόνο θα φτάσει στο ποσοστό του 31,5%.
Οι μισθωτοί την τελευταία τριετία από μειώσεις των αποδοχών τους και από τις φορολογικές επιβαρύνσεις έχασαν 37 δις ευρώ συμβάλλοντας στη μείωση της εγχώριας ζήτησης κατά 31,3% επιστρέφοντας στο επίπεδο του έτους 1994 (19 χρόνια πριν) και η αγοραστική δύναμη των αποδοχών τους την ίδια περίοδο 2010-2013 μειώθηκε κατά 37,2%, επιστρέφοντας στα επίπεδα του έτους 2000.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Έκθεσης, οι κοινωνικές δαπάνες (συντάξεις, δαπάνες υγείας και προνοιακές μεταβιβάσεις) μειώθηκαν από 23,9% του ΑΕΠ (55,2 δις ευρώ) το 2009 σε 22% του ΑΕΠ (40,3 δις ευρώ) το 2013, σημειώνοντας μία μείωση της τάξης του 26,99%, ανάλογη με τη μείωση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2009-2013.
Τα μετρήσιμα αυτά αποτελέσματα των ασκούμενων πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα (2010-2013), έχουν διαμορφώσει μία κατάσταση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία πλήρους απαξίωσης της εργασίας, επιλεκτικής απαξίωσης των επιχειρήσεων και συρρίκνωσης των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, μεταμορφώνοντας με ταχείς ρυθμούς το κράτος-πρόνοιας σε κράτος-φιλανθρωπίας.
Αναγκαία η αύξηση του κατώτατου μισθού
Η πρόταση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την ανάσχεση της ύφεσης και την έξοδο από την κρίση εστιάζεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού και τεκμηριώνεται με μετρήσιμα μεγέθη:
Η αύξηση του κατώτατου μισθού από 586 ευρώ στα 751 ευρώ (κατάργηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του Φεβρουαρίου 2012) θα συμβάλλει κατά τον πρώτο χρόνο σε αύξηση της εγχώριας ζήτησης κατά 0,75%, του ΑΕΠ κατά 0,5% και της απασχόλησης κατά 7.000 νέες θέσεις εργασίας.
Η ανάσχεση της ύφεσης τον πρώτο χρόνο διαμέσου της αύξησης του κατώτατου μισθού ενισχυόμενη από την αναδιάρθρωση του χρέους (δραστική γιατί η ήπια αναδιάρθρωση παρατείνει την ύφεση και απομακρύνει τις προοπτικές ανάπτυξης), τη ρευστότητα της οικονομίας, την ουσιαστική και αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και την επενδυτική (δημόσια-ιδιωτική) δραστηριότητα, θα συμβάλλουν επιπρόσθετα σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7% το χρόνο και σε αύξηση της απασχόλησης κατά 25.000 νέες θέσεις εργασίας.
Η πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (3%-4% το χρόνο) στον ορίζοντα μίας πενταετίας θα θέσει σε χρήση και το παραγωγικό δυναμικό που σήμερα αργεί και ανέρχεται σε 15% του ΑΕΠ περίπου και θα συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης κατά 7%-10%, δηλαδή κατά 250.000 άτομα.
Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, απαιτείται μια εικοσαετία για τη δημιουργία περίπου ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας.