Για ένα ιδιαίτερα θερμό φθινόπωρο, με ορατό τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της κρίσης στην Ευρωζώνη, προειδοποιούν οικονομολόγοι και αναλυτές, με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ρίσκου, παρά τις ελπίδες για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάκαμψης το 2014.
Τη διεξαγωγή εκλογών στην Ελλάδα το 2014 -πιθανότατα το Μάιο, μαζί με τη διεξαγωγή ευρωεκλογών- προβλέπουν αναλυτές του «Economist», αλλά και επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Σύμφωνα με το άρθρο, ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ΝΔ είναι το πιθανότερο κόμμα που θα αποτελέσει τον πυρήνα για τη νέα κυβέρνηση, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνεργασθεί με άλλα κόμματα.
Το ελληνικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί 25% από το τρίτο τρίμηνο του 2007, ενώ η οικονομία αναμένεται να σημειώσει ύφεση 4,5% το 2013 (ποσοστό αναθεωρημένο από το αρχικό 5,5%) και να ανακάμψει το 2014 με ρυθμούς 1%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ύφεση 2%.
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιταχυνθεί το 2015, βοηθούμενη από την ισχυροποίηση των εξαγωγών που θα προκύψουν από την ανάκαμψη στην Ευρώπη.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα ανακάμψει η καταναλωτική και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα, ακολουθώντας μια νέα προσαρμογή του χρέους.
Μια άτακτη χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ παραμένουν βασικοί παράγοντες ρίσκου για το μέλλον. Προβλέπεται αποπληθωρισμός -0,5% για το 2013 και πληθωρισμός μόλις 0,1% για το 2014, ενώ θα υπάρξει ανάκαμψη την περίοδο 2015 – 2017, της τάξης του 0,8%.
Πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες θα είναι ελεγχόμενες, καθώς εκτιμάται ότι οι τιμές πετρελαίου θα πέσουν την περίοδο 2013-2014, θα ανακάμψουν το 2015 και θα ξαναπέσουν το 2016 – 2017.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αφού μηδενιστεί τελείως το 2013, στο 0,8%, θα γυρίσει θετικό στο 1,7% την περίοδο 2014 – 2017.
Σημειώνεται όμως ότι σε πολιτικό επίπεδο τα ρίσκα είναι υπαρκτά, καθώς η ακολουθούμενη πολιτική έχει προκαλέσει μια ακόμα βαθύτερη ύφεση, με ταχεία άνοδο της ανεργίας, αύξηση των χρεοκοπιών, αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που μένουν άστεγοι και στερούνται των βασικών αγαθών.
Ο διακεκριμένος οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί υποστηρίζει σε άρθρο του ότι η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες περιφερειακές οικονομίες της Ευρωζώνης μπορεί να αποτελέσει την απαρχή για νέο «γύρο» στην κρίση χρέους, υπογραμμίζοντας ότι παραμένουν τα διαρθρωτικά προβλήματα στη Ζώνη του Ευρώ.
«Η κυβέρνηση στην Ελλάδα μπορεί να έχει πέσει σε έξι μήνες. Στην Ιταλία, η βιωσιμότητα της κυβέρνησης κρέμεται από μία κλωστή… Μπορεί να έχουμε εκλογές έως το τέλος της χρονιάς ή την άνοιξη. Στην Πορτογαλία και την Ισπανία υπάρχουν μεγάλες εντάσεις, ακόμη και στη Γερμανία κανείς δεν γνωρίζει το εκλογικό αποτέλεσμα», σημειώνει στο άρθρο του ο κ. Ρουμπινί.
H επιμονή του Βερολίνου
Από την πλευρά του, το Βερολίνο επιμένει ότι οποιαδήποτε συζήτηση για νέα στήριξη προς την Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί την επόμενη χρονιά.
Η εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, Μαριάνε Κοτέ, επανέλαβε χθες ότι καμία συζήτηση για νέο πρόγραμμα δεν θα διεξαχθεί πριν από τον Απρίλιο του 2014, επισημαίνοντας ότι δεν είναι ακόμη δυνατό να τοποθετηθεί κανείς, ούτε σε ό,τι αφορά το ύψος ενδεχόμενης βοήθειας προς την Αθήνα, αλλά ούτε και αν θα συνεπάγεται νέα μέτρα.
«Το θέμα ενός νέου προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα δεν είναι προς το παρόν στην ημερήσια διάταξη. Θα το συζητήσουμε την επόμενη χρονιά, όταν θα έχουμε πιο ακριβή στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημοσιονομική κατάσταση», δήλωσε η κ. Κοτέ στο πλαίσιο της τακτικής ενημέρωσης των συντακτών.
Ο Νόρμπερτ Μπάρτλε, επικεφαλής της Επιτροπής Προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής και στενός συνεργάτης της καγκελαρίου Μέρκελ, τάσσεται κατά ενός νέου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και στο να δοθούν επιπλέον χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, άφησε όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας χρηματοδοτικής βοήθειας, εφόσον η Αθήνα πληροί τις προϋποθέσεις.
«Με ένα δεύτερο ”κούρεμα” του χρέους δεν λύνονται τα προβλήματα της Ελλάδας. Αντιθέτως», δηλώνει ο κ. Μπάρτλε σε συνέντευξή του στη γερμανική ιστοσελίδα της «Wall Street Journal» και υποστηρίζει ότι έτσι «δίδεται η εντύπωση ότι αρκεί να είναι κανείς διστακτικός και αρκετά ανθεκτικός και τότε θα του διαγραφούν τα χρέη», ενώ η συνέπεια είναι νέα ελλείμματα.
Προβλέπει δε ότι, σε αυτή την περίπτωση, το αργότερο το 2020, θα βρισκόμασταν και πάλι στο ίδιο ύψος χρέους. Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο νέας χρηματοδότησης προς την Ελλάδα, ο κ. Μπάρτλε διευκρινίζει ότι δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί από σήμερα και σημειώνει ότι η Αθήνα μπορεί να ελπίζει μόνο αν εκπληρώσει όλους τους όρους που έχουν τεθεί.
«Στα μέσα του 2014 θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε αν υπάρχει νέα ανάγκη χρηματοδότησης της Ελλάδας – και αν ναι, τι ύψους» δηλώνει και χαρακτηρίζει τα νούμερα που συζητούνται τώρα ως «εκτιμήσεις», καθώς, όπως λέει, ακόμη δεν είναι καθόλου σαφές πώς θα πάνε οι ιδιωτικοποιήσεις και ποια αποτελέσματα θα έχουν και άλλα μέτρα της κυβέρνησης.
Αναφέρει ωστόσο ότι αν αποδειχτεί πως η Ελλάδα χρειάζεται νέα χρηματοδότηση, υπάρχει βούληση να βοηθηθεί η χώρα.
«Φυσικά, προϋπόθεση είναι να εκπληρώσει και η Ελλάδα τους όρους που έχουν τεθεί», σημειώνει ο Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός.
Ο κ. Μπάρτλε καταφέρεται ακόμη εναντίον των Πρασίνων οι οποίοι ζητούν «κούρεμα» υπό όρους, αλλά και εναντίον όσων ζητούν την αναδρομική ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Στα 47 δισ. ευρώ το κενό
Αναφορικά με το χρηματοδοτικό κενό που έχει επισημάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα, πληροφορίες που επικαλείται το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων ανεβάζουν το κενό στα 47 δισ. ευρώ για την περίοδο 2015 – 2020.
Οπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, η μεικτή ανάγκη συνολικού ύψους 46,8 δισ. ευρώ, η οποία περιλαμβάνει το έλλειμμα και την ανάγκη κάλυψης των ελληνικών ομολόγων και δανείων, δεν πρέπει συγχέεται με την ανάγκη για πιθανή επιπλέον χρηματοδοτική βοήθεια προς την Ελλάδα.
Για το 2015, το ΔΝΤ υπολογίζει τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες σε 14,4 δισ. ευρώ, με καθαρό κενό 6,5 δισ. ευρώ, το οποίο ώς τώρα δεν έχει καλυφθεί, ενώ οι ανάγκες 8,3 δισ. ευρώ για το 2016 έχουν καλυφθεί πλήρως με αμοιβαία χρηματοδότηση.
Ύφεση 5,7% το δεύτερο τρίμηνο στην Κύπρο
Τη χειρότερη ύφεση από τη δεκαετία του ’70 βιώνει φέτος η κυπριακή οικονομία, όπως προκύπτει από τα ζοφερά μεγέθη που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυπριακής στατιστικής υπηρεσίας, η ύφεση που κατέγραψε στο δεύτερο τρίμηνο του 2013 η κυπριακή οικονομια είναι μεγαλύτερη των αρχικών εκτιμήσεων.
Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του 2013 το κυπριακό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 5,7% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2012, έναντι συρρίκνωσης 5,2% που ήταν η αρχική εκτίμηση, η οποία ανακοινώθηκε στις 14 Αυγούστου 2013. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συρρίκνωση της οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης παρουσίασε ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας (κατασκευές, βιομηχανία), όπως επίσης οι τομείς του τουρισμού, των τραπεζών, του εμπορίου, των μεταφορών και των λοιπών υπηρεσιών.
Παρά τη διαφοροποίηση, η ύφεση παραμένει μικρότερη απ’ ό,τι αναμένουν οι πιστωτές, οι οποίοι επιμένουν ότι έως το τέλος του έτους θα φτάσει το 8,7%. Σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 1,8%, έναντι 1,4% που ήταν η αρχική εκτίμηση, με την οικονομική δραστηριότητα να μειώνεται για όγδοο διαδοχικό τρίμηνο.
Τα στοιχεία για τη βαθιά ύφεση ανακοινώθηκαν την ίδια ημέρα που η κυπριακή Βουλή ενέκρινε τα επίμαχα νομοσχέδια για τις μεταρρυθμίσεις που έχουν απαιτήσει οι διεθνείς πιστωτές σε αντάλλαγμα της δεύτερης δόσης οικονομικής βοήθειας.
Η Λευκωσία έλαβε το Μάιο την πρώτη δόση, ύψους τριών δισ. ευρώ. Η τυχόν καταψήφιση των νομοσχεδίων θα επέφερε καίριο πλήγμα στην τιτάν ΤΙΤΚ+1,89% ια προσπάθεια που καταβάλλεται για να επανέλθει η χώρα στην ανάπτυξη, τόνισε σε δηλώσεις του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρήστος Στυλιανίδης, επισημαίνοντας ότι επικράτησε η λογική και η ευθύνη.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι κυπριακές συνεργατικές τράπεζες θα περάσουν υπό την άμεση εποπτεία της κεντρικής τράπεζας, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να λάβουν βοήθεια 1,5 δισ. ευρώ.