Το καίριο ερώτημα που προκύπτει από τη σημερινή διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση είναι αυτό της υφής των αλλαγών που ήδη έχουν δρομολογηθεί και των τρόπων αντιμετώπισής τους.
Διαπρεπείς και επώνυμοι οικονομολόγοι, όπως ο Αμερικανός Νουριέλ Ρουμπίνι, ο Γάλλος Ζακ Αταλί, ο ινδικής καταγωγής Αμάρτια Σεν και ο Ιταλός Μάριο Μόντι, πρώην πρωθυπουργός της χώρας του, αναγνωρίζουν χωρίς περιστροφές ότι η διεθνής οικονομία γενικά και η Δύση ειδικότερα έχουν βυθιστεί πολύ βαθιά στο μεγαλύτερο πιστωτικο-επιχειρηματικό κύκλο που έχει να παρουσιάσει η παγκόσμια οικονομική ιστορία. Και αν στο παρελθόν πολλοί κύκλοι είχαν παγκόσμια εμβέλεια, αυτός ο τελευταίος τους αφήνει πολύ πίσω -συμπεριλαμβανομένης και της κρίσης του 1980.
Τα είκοσι και πλέον χρόνια που πέρασαν, ένας ωκεανός χρήματος και πιστώσεων πλημμύρισε κάθε γωνιά του πλανήτη μας. Την ίδια περίοδο, η κουλτούρα του εύκολου πλουτισμού εδραιώθηκε ακόμα και στις μικρότερες οικονομίες, από τη Νορβηγία στη Χιλή και από την Ιρλανδία στη Μογγολία.
Τη δε επίδραση αυτού του χρηματοπιστωτικού κύκλου την ένιωσαν όλες οι οικονομίες, ακόμα και αυτές με τις υψηλότερες εξαγωγικές επιδόσεις σε διεθνή εμπορεύματα και ενέργεια. Το αναπόφευκτο σκάσιμο της φούσκας αυτής απορρόφησε πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια πλούτου και, επειδή το όλο οικοδόμημα είχε το χρέος ως βασικό υλικό του, σήμερα είναι πλέον ορατός και ο αποπληθωρισμός στο δυτικό κόσμο -που είναι, από κάθε άποψη, και ο πιο υπερχρεωμένος.
Ανεξάρτητα από τα αίτια της χρηματοπιστωτικής αυτής φούσκας, που είναι μια μεγάλη ιστορία, αυτό που προέχει σήμερα είναι η αποφυγή μιας κατάρρευσης του αναπτυγμένου κόσμου -με την παράλληλη, όμως, δημιουργία συνθηκών για παγκόσμια και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, έως ότου φθάσουμε στη θεωρητικά επιθυμητή αυτή κατάσταση, μεγάλα ερευνητικά ινστιτούτα και παγκοσμιοποιημένοι σύμβουλοι επενδυτών και επιχειρήσεων, ενίοτε δε και κυβερνήσεων, προβλέπουν τις αποκαλούμενες μεγατάσεις της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, οι οποίες και οδηγούν τις ανθρώπινες κοινωνικο-οικονομικές συμπεριφορές για αρκετά από τα χρόνια που ακολουθούν.
Μεγατάση 1: Η κουλτούρα της κατανάλωσης έχει υποστεί σοβαρότατο ρήγμα και δεν θα επιστρέψει ποτέ στα προηγούμενα επίπεδα. Πρόκειται δε για μία μεγατάση-κλειδί, που θα επηρεάσει όλες τις λειτουργίες και πτυχές της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας, στον αναπτυγμένο κόσμο προβλέπεται ότι η συμμετοχή της προσωπικής κατανάλωσης στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα μειωθεί κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες και στις χώρες μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) από το επίπεδο του 70% σήμερα, θα πέσει στο 60%, ποσοστό που ίσχυε το 1988.
Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ θα παρατηρηθεί εντυπωσιακή άνοδος της αποταμίευσης, με αποτέλεσμα για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα ανόδου της τελευταίας η κατανάλωση να μειώνεται 100 δισεκατ. δολάρια το χρόνο. Για μία οικονομία όπως η αμερικανική, όπου η κατανάλωση αντιπροσωπεύει το 73% του ΑΕΠ της, η αλλαγή θα έχει σημαντικές και βεβαίως ευρύτερες επιπτώσεις. Προφανώς, δε, η άνοδος της αποταμίευσης θα μειώσει τα επιτόκια, πράγμα που θα προσελκύσει το δανεισμό των επιχειρήσεων και άρα θα τονώσει την παραγωγή -την οποία, όμως, οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να τοποθετήσουν σε ξένες αγορές, εξέλιξη που σημαίνει ισχυρό ανταγωνισμό και νομισματικές αναταράξεις.
Μεγατάση 2: Η πτώση της κατανάλωσης στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση των αναπτυγμένων χωρών και, στις περισσότερες από αυτές, ο πλούτος που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια δεν είναι αρκετός για να στηρίξει την εσωτερική τους ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά.
Εως ότου, λοιπόν, η εσωτερική ζήτηση στις χώρες αυτές καλύψει απώλειες από χαμηλότερες εξαγωγές, θα πρέπει να βρεθούν νέες εξαγωγικές αγορές, πράγμα που δεν είναι εύκολο. Επίσης, όσοι ελπίζουν ότι μπορεί να υπάρξουν θετικές εξελίξεις λόγω Κίνας, δυστυχώς γι’ αυτούς αγνοούν την κινεζική πραγματικότητα.
Η κινεζική οικονομία, παρά τα φαινόμενα, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ανεργίας, τεράστιας εισοδηματικής ανισοκατανομής και υπερεπενδύσεων σε έργα υποδομής -προβλήματα που ήδη έχουν οδηγήσει στη δημιουργία παράπλευρών φουσκών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αναπτυσσόμενες χώρες δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν ατμομηχανή της διεθνούς οικονομίας, όταν η κατανάλωση σε αυτές αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο μόνο το 30% του ΑΕΠ τους.
Μεγατάση 3: Η μετατόπιση της οικονομικής δύναμης από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Πολύ αμφιβάλλουμε αν γνωρίζει κανείς στην Ελλάδα γιατί, πέρα από την Αφρική, οι Κινέζοι πραγματοποιούν μαζικές επενδύσεις και στον αποκαλούμενο «ωκεανό των νήσων», που είναι ο Ειρηνικός. Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και σαφέστατη.
Το Πεκίνο επιθυμεί να έχει ισχυρή γεωπολιτική και οικονομική παρουσία, μέσω επενδύσεων και σημαντικών επιδοτήσεων, σε μία περιοχή που στα βάθη της θάλασσάς της διαθέτει απίστευτο πλούτο μετάλλων και, ταυτόχρονα, ήδη γνωρίζει τους πιο εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο. Ετσι, σε οικονομικό επίπεδο, βρίσκεται σε εξέλιξη μία «Μάχη του Ειρηνικού», με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Είναι δε ξεκάθαρο ότι αυτή η νέα «Μάχη του Ειρηνικού» θα έχει όλο και μεγαλύτερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και στις γεωπολιτικές της προεκτάσεις.
Με αφετηρία, λοιπόν, τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, βλέπουμε τον κόσμο να αλλάζει. Η Δύση, ανίκανη πλέον να καλύψει με τις αποταμιεύσεις της μία κρίση που δεν είχε προβλέψει, δανείζεται σήμερα από τις αναπτυσσόμενες χώρες -όχι, όμως, χωρίς να χάνει και σημαντικό μέρος του κεφαλαίου εμπιστοσύνης που οι τρίτες χώρες είχαν προς αυτήν. Ετσι, οι νέοι δανειστές της Δύσης επιβάλλουν τους όρους τους αλλά και τη σταδιακή υποχρέωση σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους να εξοφλήσουν τα χρέη τους αν δεν θέλουν να κηρύξουν πτώχευση.
Βέβαια, αυτές οι εξελίξεις αποτελούν πολύ ψιλά γράμματα για τους εδώ «ογκόλιθους» της οικονομικής σκέψης, που το μόνο που βλέπουν είναι πώς θα κάνουν την «αρπαχτή» της μη αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους. Το αύριο είναι για τους άλλους, διότι προέχει ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε σήμερα… Η δε Ευρωπαϊκή Ενωση καλείται να βρει το βηματισμό της μέσα σε αυτή τη νέα και ανατρεπτική γεωπολιτική πραγματικότητα και σίγουρα αυτό δεν θα συμβεί με «λιγότερη Ευρώπη», την οποία οραματίζονται κάποιοι, αλλά με ισχυρότερη και μεγαλύτερη.
Μεγατάση 4: Οι μεταμορφώσεις της πραγματικής οικονομίας και οι συνέπειές τους στις οικονομικές πολιτικές. Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας αλλάζει με πρωτοφανή για την οικονομική ιστορία ταχύτητα. Το γεγονός αυτό έχει δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις, αφενός, και εξαιρετικά επικίνδυνες πολιτικές προεκτάσεις, αφετέρου.
Η παραγωγή προστιθέμενης αξίας στηρίζεται όλο και περισσότερο στα αποκαλούμενα άυλα στοιχεία, που είναι η μετατροπή της γνώσης σε τεχνολογία και καινοτομία, με άμεση συνέπεια οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη να πλησιάζουν το 3% του δυτικού ΑΕΠ -με θλιβερή εξαίρεση την Ελλάδα (0,45% του ΑΕΠ της). Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι 1,1%, αλλά η ετήσια αύξησή του σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότιος Κορέα είναι εντυπωσιακή.
Ενώ η προστιθέμενη αξία στη Δύση παράγεται στη βάση άυλων δεδομένων, οι παραδοσιακές μεταποιητικές δραστηριότητες μετακομίζουν προς τις περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους και μικρής κοινωνικής πρόνοιας. Την ίδια στιγμή, το δυτικοευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας έχει φθάσει στα όριά του και, υπό τη δημογραφική παρακμή που παρατηρείται σε μέρος του αναπτυγμένου κόσμου, το κόστος του γίνεται απαγορευτικό.
Ετσι, στο μέτρο που οι δυτικές πολιτικές ηγεσίες δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν με την ανάλογη ταχύτητα τις εξελίξεις, από τη μια πλευρά αυξάνεται η ανεργία και από την άλλη μεγαλώνουν οι απαιτήσεις των μεσαίων τάξεων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι τελευταίες κοινωνικές εκρήξεις στη Βραζιλία, στον αραβικό κόσμο και στη Βόρεια Αφρική επιβεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Παράλληλα, όμως, φέρνουν στο προσκήνιο και άλλα σοβαρά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο αναπτυγμένος κόσμος, με μεταναστευτικά ρεύματα και θρησκευτικές συγκρούσεις του ισλαμικού κόσμου που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στο εσωτερικό του.
Μεγατάση 5: Μετανάστευση και δημογραφική κάμψη στον αναπτυγμένο κόσμο. Η εποχή όπου ο πλανήτης θα έχει περί τα 9 δισεκατομμύρια κατοίκους δεν είναι και πολύ μακριά. Απέχουμε από αυτήν 30 με 37 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τον αναπτυγμένο κόσμο θα ενταθούν, ακόμα κι αν οι αναπτυσσόμενες χώρες γνωρίσουν διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, το οποίο σήμερα έχει προσλάβει και σαφέστατες πολιτικο-θρησκευτικές διαστάσεις. Ηδη, στη Δυτική Ευρώπη κατοικούν 50 εκατομμύρια μουσουλμάνοι και ο αριθμός αυτός θα έχει πολλαπλασιασθεί. Ετσι, στην καρδιά της Ευρώπης θα υπάρχει μια ισχυρή μουσουλμανική χώρα, ενώ η γηραιά ήπειρος θα περιστοιχίζεται από άλλα 560 εκατομμύρια μουσουλμάνους.
Το σενάριο μιας σύγκρουσης πολιτισμών κάθε άλλο παρά επιστημονική φαντασία αποτελεί, αν ληφθεί υπόψη και η δημογραφική παρακμή στην Ευρώπη. Ασφαλώς, δε, μια τέτοια σύγκρουση δεν θα έχει τον παραδοσιακό χαρακτήρα μιας πολεμικής συρράξεως όπως αυτές έγιναν γνωστές στους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και είναι πολύ πιθανό να έχει ήδη σχεδιαστεί από κάποια αρρωστημένα μυαλά -οι αποδείξεις είναι αρκετές και εύγλωττες.
Μεγατάση 6: Οικολογία, οικονομία, βιώσιμη ανάπτυξη και ενέργεια. Η πράσινη ανάπτυξη θα βρίσκεται πλέον με αυξανόμενο ρυθμό στο επίκεντρο της ανάπτυξης και θα αποτελεί κορυφαίο συγκριτικό πλεονέκτημα για τη Δύση, η οποία θα επιδιώκει να επιβάλλει στις διεθνείς συναλλαγές οικολογικούς όρους ευνοϊκούς προς τα δικά της συστήματα παραγωγής.
Θεαματικές εξελίξεις θα υπάρξουν επίσης και στην ανάδειξη νέων ενεργειακών πηγών, ικανών να μειώνουν την εξάρτηση του αναπτυγμένου κόσμου, κυρίως από το πετρέλαιο. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα είναι ήδη εντυπωσιακά στον τομέα της ενέργειας, με τις ΗΠΑ να ευελπιστούν ότι το 2035 δεν θα έχουν καμιά απολύτως πετρελαϊκή εξάρτηση. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, μέσα στην προσεχή εικοσαετία, θα έχουν γίνει αξιοποιήσιμα και τα εκπληκτικά ενεργειακά αποθέματα που έχουν ήδη εντοπιστεί στην Αρκτική -όπου Αμερική και Ρωσία έχουν τον πρώτο λόγο.
Μεγατάση 7: Η νέα οικονομία του αγοραστή. Εάν μας ζητούσε κανείς να συνοψίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «νέα οικονομία», θα λέγαμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η πέρα για πέρα μη συμβατική δομή του κόστους.
Στη «νέα οικονομία», όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος και καθηγητής Ντανιέλ Κοέν, αυτό που κοστίζει ακριβά είναι η πρώτη μονάδα του παραγόμενου αγαθού και όχι αυτές που ακολουθούν. Από τη στιγμή που υλοποιήθηκε το λογισμικό Windows, μπορεί να πωληθεί τόσο σε ένα χωριό όσο και στον κόσμο ολόκληρο. Το συνολικό του κόστος στις περιπτώσεις αυτές ελάχιστα θα μεταβληθεί. Η ίδια συλλογιστική ισχύει και στα οπτικοακουστικά μέσα. Μία ταινία κοστίζει ακριβά για να γίνει, αλλά όχι για να προβληθεί. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη φαρμακοβιομηχανία, όπου αυτό που μετράει είναι η ανακάλυψη ενός εμβολίου και όχι η παραγωγή του.
Οι οικονομολόγοι Μπ. Ντελόνγκ και Μ. Φρούμκιν στο βιβλίο τους «Παλαιοί Κανόνες για τη Νέα Οικονομία» τονίζουν ότι, στην παλιά οικονομική πραγματικότητα, ο καταναλωτής πλήρωνε στον παραγωγό την υπηρεσία που αυτός του προσέφερε. Στη νέα οικονομία, που είναι αυτή του αγοραστή, ο παραγωγός δεν ενδιαφέρεται να πουλήσει μία υπηρεσία στον καταναλωτή, όσο να εξασφαλίσει την προσοχή του -με στόχο, βέβαια, να τον κάνει και όσο πιο πιστό γίνεται. Ετσι, τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια δεν πουλάνε υπηρεσίες στους καταναλωτές, αλλά ενδιαφέρονται να τους προσφέρουν προγράμματα που προσελκύουν την προσοχή τους και μπορούν έτσι να αντλήσουν διαφημιστικά έσοδα.
Αυτού του τύπου η νέα οικονομία θα γνωρίσει αλματώδη ανάπτυξη μέσω του Διαδικτύου και, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, θα ανατρέψει και όλους τους καθιερωμένους μέχρι σήμερα κανόνες του μάρκετινγκ. Συμπληρωματικά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η νέα μορφή της οικονομίας δίνει και νέες διαστάσεις στην παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα δε στο επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού. Δεν είναι έτσι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα μαίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο ο «πόλεμος αναζήτησης ταλέντων» -που σημαίνει ότι παγκοσμιοποιούνται και τα προσόντα αυτών που εισέρχονται στην αγορά εργασίας με ανοικτούς ορίζοντες.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό τής μετά την κρίση εποχής θα είναι και η κινητικότητα στο επίπεδο της εργασίας. Πρόκειται για μία όγδοη μεγατάση, την οποία οι νέοι κυρίως θα πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους. Γιατί η μεγατάση αυτή θα επιβάλλει και πολλούς επαγγελματικούς επαναπροσανατολισμούς στην καριέρα -γεγονός που κάνει εκ των ων ουκ άνευ τη διά βίου μάθηση.