«Τα περιθώρια ενίσχυσης της παρουσίας των ελληνικών προϊόντων στην Κίνα είναι ιδιαίτερα σημαντικά» ανέφερε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κ. Μίχαλος στην ενημερωτική εκδήλωση για την παρουσίαση της μελέτης “POSITION PAPER 2013-14” του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Επιμελητηρίου, στην Κίνα, που πραγματοποιήθηκε στο ΕΒΕΑ.
Όπως ανέφερε ο κ. Μίχαλος, κλάδοι όπως αυτοί των τροφίμων και ποτών, του τουρισμού, των νέων τεχνολογιών και των φαρμάκων, παρουσιάζουν εξαιρετικές ευκαιρίες για ανάπτυξη συνεργασιών και διείσδυση των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο, βασικές προϋποθέσεις για να μπορέσουν να αξιοποιηθούν αυτές οι ευκαιρίες, είναι η καινοτομία, η ποιότητα, αλλά και η σωστή στρατηγική με βάση τη γνώση των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης αγοράς.
«Μιας αγοράς η οποία, λόγω μεγέθους, διάρθρωσης και κουλτούρας, παρουσιάζει μεγάλες διαφορές σε σύγκριση με αυτές των ευρωπαϊκών χωρών και η μελέτη του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Επιμελητηρίου αποτελεί ένα βασικό εργαλείο που αξιοποιεί την επιτόπια έρευνα και την εμπειρία Ευρωπαίων επιχειρηματιών, για να ενισχύσει τη γνώση μας σε σχέση με την κινεζική αγορά».
Ο κ. Μίχαλος πρόσθεσε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, παρά τα προβλήματα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εξαιτίας της ύφεση, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή τη γνώση και ότι η εξωστρέφεια και η καινοτομία αποτελούν τη μόνη επιλογή ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση.
Ειδικά για τις ελληνικές επιχειρήσεις, όπως είπε ο κ. Μίχαλος, η αγορά της Κίνας αποτελεί τα τελευταία χρόνια σημαντικό πεδίο εξωστρεφούς δράσης. Παρά το μικρό συγκριτικά μέγεθός της, η Ελλάδα υφίσταται ως αναγνωρίσιμο brand name στη χώρα αυτή, λόγω της πανάρχαιας πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς της. Η σταθερά ανοδική πορεία των ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα τα τελευταία χρόνια, αποτυπώνει τη δυναμική που ήδη έχει δημιουργηθεί ως τώρα και καλλιεργεί αισιοδοξία για το μέλλον και η Κίνα, με 1,3 δισεκατομμύρια εν δυνάμει καταναλωτές και με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε ετήσια βάση, αποτελεί σήμερα μια μεγάλη πρόκληση για το σύνολο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.