Συνέντευξη του συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής
Η μείωση του δημόσιου χρέους στο 124% του ΑΕΠ, το οποίο η τρόικα έχει ορίσει ως βιώσιμο μέγεθος, δεν είναι εφικτή χωρίς «κούρεμα», ασχέτως των δρομολογούμενων ελαφρύνσεων μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της χρονικής επιμήκυνσης αποπληρωμής. Αυτή είναι η θέση την οποία διατυπώνει στο naftemporiki.gr ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Στον απόηχο δημοσιοποίησης αντίστοιχης έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού, ο κ. Λιαργκόβας εκφράζει την εκτίμηση ότι η ελληνική πλευρά είναι σε θέση να διεκδικήσει με αξιώσεις ένα νέο «κούρεμα» του δημόσιου χρέους και συγχρόνως να αποφύγει τη λήψη περαιτέρω περιοριστικών μέτρων, εφόσον συγκεντρώσει σε ένα διαπραγματευτικό πακέτο το πρωτογενές πλεόνασμα, τη διαφαινόμενη ισχνή ανάπτυξη, τη βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τις μεταρρυθμίσεις που κατάφεραν να υλοποιηθούν.
Το 2014 λήγει η δανειακή σύμβαση μαζί με τις υποχρεώσεις οι οποίες τη συνοδεύουν. Με ποια κατάσταση θα βρεθεί αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία;
Από εκείνο το σημείο έως το 2020, θα έχουμε να πληρώσουμε περίπου 70,5 δις σε τοκοχρεολύσια, το χρέος θα ανέρχεται στο 174,5% του ΑΕΠ (319 δις) και η παραγωγική βάση θα είναι εξασθενημένη. Το θετικό είναι ότι ήδη από φέτος έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα (330 εκατ. το 2013 και 2,8 δις το 2014). Ωστόσο, εκτιμούμε ότι αυτό δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών, δηλαδή για την αποπληρωμή των τόκων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών που είναι αρκετά υψηλές για την περίοδο 2014-15.
Θεωρείτε ρεαλιστική την εκτίμηση του ΥΠΟΙΚ για μερική επιστροφή στις αγορές το 2014; Και τι θα σημαίνει μία αντίστοιχη εξέλιξη;
Πιστεύω ότι θα υπάρξει μερική επιστροφή στις αγορές, αλλά θα είναι κάτι περισσότερο ψυχολογικό, στο οποίο δεν θα μπορούμε να βασιστούμε. Επειδή το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλό, υψηλότερο ακόμη και απ’ ό,τι ήταν το 2010 οπότε και αναγκαστήκαμε να δανειστούμε από την τρόικα, οι όροι δανεισμού δεν θα είναι ευνοϊκοί. Συνεπώς, θα πάμε αναγκαστικά σε νέο δάνειο από τους εταίρους.
Μπορείτε να εκτιμήσετε την τάξη μεγέθους αυτού του νέου δανείου;
Θα είναι σίγουρα μικρότερο από τα προηγούμενα, καθώς θα ληφθούν υπόψη και οι διαφαινόμενες ελαφρύνσεις του χρέους, μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της επιμήκυνσης. Αυτήν τη φορά, δηλαδή, η ελληνική πλευρά θα έχει κάποια διαπραγματευτικά χαρτιά που δεν είχε το 2010.
Το νέο δάνειο θα σημαίνει εξ ορισμού και νέα μέτρα;
Αυτό το ζήτημα είναι ανοιχτό απέναντι στην τρόικα. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί το πρωτογενές πλεόνασμα και τον περιορισμό της ύφεσης για να καταδείξει ότι ήδη έχουν αποδώσει κάποια δημοσιονομικά μέτρα.
Ποια είναι η δική σας πρόταση αναφορικά με την περαιτέρω διαχείριση του χρέους;
Ακόμη και αν μεσολαβήσουν μείωση των επιτοκίων και χρονική επιμήκυνση, αναγκαστικά οδηγούμαστε στην ανάγκη για ένα «κούρεμα». Για να φτάσουμε στο 124% από το σημερινό 174,5% του ΑΕΠ, θα χρειαστούν επενδύσεις. Για να προσελκύσουμε επενδύσεις, θα πρέπει να μειώσουμε ένα μέρος του χρέους. Ασφαλώς, αυτό θα πρέπει να γίνει σε συνεργασία με την Ευρωζώνη και όχι μονομερώς.
Ποιο θα πρέπει να είναι το ύψος αυτού του «κουρέματος»;
Δεν το προσδιορίζουμε επακριβώς, διότι θεωρούμε ότι θα υπάρξει συνδυασμός και με άλλα μέτρα. Δηλαδή, όσο περισσότερο μειωθούν τα επιτόκια, τόσο μικρότερο μπορεί να είναι το «κούρεμα». Έχετε υπόψη ότι παλιότερη έκθεση του ΔΝΤ έχει κάνει λόγο για «κούρεμα» στο 4%. Δηλαδή, δεν μιλάμε απαραίτητα για ένα μεγάλο ποσοστό, καθώς θα πρόκειται για έναν συνδυασμό παρεμβάσεων.
Εκτιμάτε ότι η Ευρωζώνη θα προχωρήσει τελικά σε μία ανάλογη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους;
Εδώ πρόκειται για ένα ευαίσθητο πολιτικό ζήτημα, καθώς ένα «κούρεμα» θα επιβαρύνει τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, μια και μιλάμε για χρέος απέναντι σε κράτη. Θα γίνει διαπραγμάτευση. Υπάρχει και το θέμα του ηθικού κινδύνου, διότι αν χαρίσουν σε εμάς ένα μέρος του χρέους, τότε γιατί να μην το χαρίσουν και στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία; Απαιτείται λοιπόν λεπτός χειρισμός εντός της Ευρωζώνης.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν δεσμευτεί στο πρόσφατο παρελθόν, με δήλωση του Eurogroup, για μία περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους, υπό την προϋπόθεση πρωτογενών πλεονασμάτων. Μία αντίστοιχη εξέλιξη είναι προς το συμφέρον της Ευρωζώνης. Οι φορολογούμενοι των υπολοίπων κρατών – μελών είναι προτιμότερο να επιβαρυνθούν με αυτόν τον τρόπο, παρά να αφήσουν την Ελλάδα μόνη της, είτε να χρεοκοπήσει, είτε να βρίσκεται εκτός ρυθμών ανάπτυξης.
Βλέπετε να διαμορφώνονται οι κατάλληλες προϋποθέσεις;
Αυτό θα εξαρτηθεί από την πολιτική της Γερμανίας. Από τον ρόλο που θα επιλέξει να διαδραματίσει, δηλαδή αν θα εξακολουθήσει να λειτουργεί στη λογική της «γερμανικής Ευρώπης» ή αν θα μετατοπιστεί στη λογική της «ευρωπαϊκής Γερμανίας».
Κάνετε λόγο για «αδυσώπητες» στατιστικές του ελληνικού χρέους. Θεωρείτε ότι αυτή η εξέλιξη των αριθμών, πέντε χρόνια μετά την ένταξη στον μηχανισμό στήριξης, καταδεικνύει ακριβώς και την αποτυχία του προγράμματος το οποίο εισηγείται η τρόικα και εφαρμόζει η Ελλάδα;
Πολλοί έχουν μιλήσει για αποτυχία του προγράμματος. Το ίδιο το ΔΝΤ μίλησε εν μέρει για αποτυχία, όπως και για λάθη. Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε μέγεθος ύφεσης τα τελευταία 100 χρόνια, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της είναι κάθε άλλο παρά επιτυχημένο.
Ποια είναι η γνώμη σας για τα βήματα που (δεν) έχουν γίνει σε σχέση με την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας;
Αυτό είναι ένα πολύ βασικό θέμα. Στόχος είναι πάντα η ανάπτυξη. Αν είχαμε ανάπτυξη, το χρέος θα φαινόταν μικρό, διότι θα αυξανόταν ο παρονομαστής. Και ανάπτυξη μπορούμε να πετύχουμε με την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας μας. Θα πρέπει κάποια στιγμή να ανοίξει αυτή η μεγάλη συζήτηση, για το πού τελικά θέλουμε να οδηγήσουμε την οικονομία μας τα επόμενα 20-30 χρόνια. Θέλουμε να βασίζεται στον τουρισμό; Στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας; Στα βιολογικά προϊόντα; Όλα αυτά πρέπει να ξεκαθαρίσουν. Παλιότερα είχε γίνει μία μελέτη της McKinsey. Το ΥΠΟΙΚ έχει αναθέσει στο ΚΕΠΕ την επεξεργασία και την επικαιροποίηση αυτών των προτάσεων, έτσι ώστε αυτοί οι πρώτοι θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης να μην είναι νωχελικοί, αλλά να γίνουν πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πρωτογενές πλεόνασμα;
Εμείς αντιμετωπίζουμε ως δεδομένο το πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο ανακοινώνει η κυβέρνηση. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν καθυστερήσεις στις επιστροφές φόρων – το έχουμε επισημάνει και στις εκθέσεις μας. Επίσης, έχουν υποστεί μείωση οι δημόσιες δαπάνες. Αυτό όμως υπήρχε και στο παρελθόν. Και πέρυσι υπήρχαν αυτά τα φαινόμενα, αλλά είχαμε πρωτογενές έλλειμμα. Φέτος έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό δείχνει ότι γίνεται μία προσπάθεια. Πολλά πρέπει να ακολουθήσουν ακόμη, αλλά έχει γίνει μία αρχή.
Πώς σχολιάζετε την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ; Kάνει λόγο για νέο «κούρεμα» και νέα μέτρα.
Πρόκειται για μέρος του fiscal monitoring, μιας ευρύτερης έκθεσης που αφορά στην παγκόσμια οικονομία. Τα ασφαλή συμπεράσματα θα τα βγάλουμε από την αναφορά του ΔΝΤ στην επικείμενη έκθεση της τρόικας ειδικά για την ελληνική οικονομία.
Πολύ πρόσφατα σημειώθηκαν κάποιες αλλαγές ως προς το ρυθμιστικό πλαίσιο του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Πρόκειται για μία θετική εξέλιξη η οποία μας ικανοποιεί. Η Επιτροπή Κανονισμού της Βουλής ενέταξε στον Γενικό Κανονισμό τις αρμοδιότητες του Γραφείου, γεγονός που το ενδυναμώνει, καθώς μεταξύ άλλων αφορά στην περαιτέρω στελέχωσή του. Σκεφτείτε ότι αυτήν τη στιγμή, εκτός από την ομάδα των 5 καθηγητών, υπάρχουν μόλις 3 μόνιμοι υπάλληλοι. Οι υπόλοιποι είναι διδακτορικοί, βέβαια καλά καταρτισμένοι και με πολλή όρεξη για δουλειά.
Πόσο ανεξάρτητα λειτουργεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής;
Το πολιτικό σύστημα έχει ωριμάσει σε σχέση με τη λειτουργία του Γραφείου. Έχουμε πραγματική ανεξαρτησία και αυτό είναι κατάκτηση των ελληνικών θεσμών. Είναι αλήθεια ότι η προηγούμενη ομάδα του Γραφείου Προϋπολογισμού πρόλαβε να καταθέσει μόνο δύο εκθέσεις. Η δεύτερη, η οποία δημοσιοποιήθηκε τον Αύγουστο, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Μετά από αυτήν την αναφορά, οι υπεύθυνοι παραιτήθηκαν. Αυτά έχουν αλλάξει πλέον. Έχουμε πλήρη ελευθερία τόσο στην επιλογή των θεμάτων, όσο και στο τελικό αποτέλεσμα.
Πηγή: naftemporiki.gr