Ο Μάρτιος ίσως αποδειχθεί ο μήνας καταλύτης για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο, αν ληφθούν οι εικαζόμενες αποφάσεις στη Σύνοδο Κορυφής στις 24 και 25 του ίδιου μήνα, αφού η ευρωπαϊκή οικονομία είναι μια από τις πιο ισχυρές παγκοσμίως, ενώ έχει και τον υψηλότερο όγκο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Στη Σύνοδο Κορυφής αναμένεται να εγκριθεί το “πακέτο” των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οικονομική κρίση και η υιοθέτηση της οικονομικής διακυβέρνησης. Στο συνολικό “πακέτο” περιλαμβάνονται πολλά ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
Παράλληλα προς αυτές τις συζητήσεις που είναι οι πλέον σημαντικές, σε επίπεδο Ένωσης, διεξάγονται παράπλευρες συζητήσεις, οι οποίες αφορούν σε ζητήματα που συνδέονται στενά με τις αποφάσεις που αναμένεται να ληφθούν στα τέλη Μαρτίου.
Πρόσφατα η Οικονομική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε την επιβολή Φόρου στις Χρηματοπιστωτικές Συναλλαγές (ΦΧΣ), απόφαση την οποία αναμένεται να επικυρώσει, στα μέσα Μαρτίου, η Ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Η πρόταση προωθείται από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, τους Πράσινους και την Ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά υποστηρίζεται και από τους Γερμανούς, Γάλλους και Ισπανούς κεντροδεξιούς.
Την εισήγηση στην Οικονομική Επιτροπή έκανε η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Άννυ Ποδηματά. Άλλωστε ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ήταν εκείνος που πρώτος προώθησε αυτή την ιδέα, όντας, ακόμα, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και με την ιδιότητά του ως Προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Το θέμα αυτό, μαζί με άλλα, όπως η επιβολή φόρου άνθρακα, η έκδοση ευρωομολόγων κλπ, ο κ. Παπανδρέου τα θέτει από την πρώτη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην οποία μετείχε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Την πρόταση υποστηρίζει και ο Πρόεδρος της Ευρωζώνης Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος τόνισε ότι το θέμα πρέπει να γίνει αντικείμενο διαβουλεύσεων στις επόμενες συνεδριάσεις του G-7 και του G-20. Και πρόσθεσε ότι επειδή οι συζητήσεις αυτές μπορεί να χρειαστούν καιρό, είπε ότι ο ίδιος θα υποστήριζε “την αρχική επιβολή ενός τέτοιου φόρου αποκλειστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο”. Παράλληλα ο κ. Γιούνκερ επέκρινε τους ενιστάμενους σε μια τέτοια ρύθμιση, τονίζοντας ότι “σαφώς και δεν θα ήταν καταστροφικό για την Ευρώπη να εφαρμοστεί ένας τέτοιος φόρος αρχικά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν υιοθετηθεί από τον υπόλοιπο κόσμο.
Σύμφωνα με την πρόταση, η επιβολή ΦΧΣ της τάξεως του 0,01%, στην Ευρώπη, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί το Ταμείο του μηχανισμού στήριξης με το ποσό των 200 δισ. ευρώ το χρόνο. Αν ο ίδιος φόρος επιβαλλόταν στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές σε όλο τον κόσμο θα απέδιδε 650 δις δολάρια ετησίως.
Στη βάση της ιδέας επιβολής ΦΧΣ, βρίσκεται το γεγονός ότι ο τομέας των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος έχει σημαντική ευθύνη στην πρόκληση της οικονομικής κρίσης, δεν έχει καμία, σχεδόν, συμμετοχή στην αντιμετώπισή της. Κι αυτό παρότι ο όγκος αυτών των συναλλαγών είναι 73,5 φορές μεγαλύτερος από το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Στην εισήγηση της κ. Ποδηματά περιλαμβανόταν και πρόβλεψη για την επιβολή φόρου άνθρακα, στη βάση της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”, η οποία πυροδότησε μια μίνι “ενδοελληνική” αντιπαράθεση, καθώς, σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ, η πρόταση αυτή θα μπορούσε να είχε περάσει, αν η ευρωβουλευτής της ΝΔ Ρόδη Κράτσα είχε ψηφίσει θετικά. Η ίδια η ευρωβουλευτής της ΝΔ, πάντως, απορρίπτει την κατηγορία.
Στο ίδιο πλαίσιο συζητούνται και άλλα ενδιαφέροντα θέματα, όπως τα ευρωομόλογα. Στην εισηγητική έκθεση που ψηφίσθηκε από την Οικονομική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τονίζεται ότι το ευρωομόλογο είναι ένα από τα μέσα για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης και την εφαρμογή μόνιμων μέσων και μηχανισμών.
Πάντως, λόγω και της γενικότερης συζήτησης που διεξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η έκδοση ευρωομολόγων συνδέεται όλο και περισσότερο με χρηματοδοτικά σχέδια για την ανάπτυξη των υποδομών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στη λογική αυτή φαίνεται ότι προσχωρεί, τελευταία, και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία, αρχικά υποστήριζε ότι τα ευρωομόλογα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού χρέους.
Εφόσον, όμως, αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω του “πακέτου” που αναμένεται να αποφασιστεί στη Σύνοδο του Μαρτίου, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να επιμείνει στην αρχική της θέση.