Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η Γαλλίδα ομόλογός του Κριστίν Λαγκάρντ συναντήθηκαν την περασμένη Παρασκευή στο Βερολίνο για να συζητήσουν την ενίσχυση του ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» που θέλουν να υιοθετήσει η ευρωζώνη τον ερχόμενο μήνα. «Όλα συνδέονται μεταξύ τους», υπογράμμισε ο Σόιμπλε. «Θέλουμε να δώσουμε ένα πλήρες αντίγραφο των συμφωνιών στις οποίες μπορούν να φτάσουν οι ηγέτες της ευρωζώνης στη σύνοδο της 11ης Μαρτίου», συμπλήρωσε η Λαγκάρντ.
Το Παρίσι και το Βερολίνο αρνούνται πάντως να αποκαλύψουν λεπτομέρειες για το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας. «Είμαστε ακόμα στη φάση των συζητήσεων», λέει η Γαλλίδα υπουργός.
«Κανένα γαλλογερμανικό έγγραφο δεν έχει δοθεί. Ξεκινάμε από το μηδέν», βεβαιώνουν στο περιβάλλον του Χέρμαν βαν Ρομπάι. Το κλίμα είναι ακόμα βαρύ από την έντονη αντιπαράθεση που προκάλεσε η γαλλογερμανική πρωτοβουλία κατά την προηγούμενη σύνοδο, στις 4 Φεβρουαρίου. «Η ιδέα είναι να αλλάξουμε μεθόδους για να οδηγηθούμε προς πιο συναινετικούς στόχους», λέει ένας σύμβουλος του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Όπως επισημαίνουν οι ανταποκριτές της Μοντ στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, οι σοσιαλιστές ηγέτες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας υποστηρίζουν το γαλλογερμανικό σχέδιο, ενώ οι συντηρητικοί ομόλογοί τους διαφωνούν με ορισμένες διατάξεις, όπως η εναρμόνιση της φορολογίας των επιχειρήσεων και ο τερματισμός της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών.
Υπάρχει επίσης μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις μεγάλες χώρες και τις μικρές, με τις τελευταίες να ενοχλούνται από τη γαλλογερμανική κυριαρχία. Ακόμη πιο έντονη, όμως, είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης και σ’ εκείνες που δεν έχουν ακόμη εισέλθει σ’ αυτήν: οι τελευταίες φοβούνται ότι θα παίξουν τον ρόλο του κομπάρσου σε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων.
Τέλος, οι οπαδοί μιας κοινοτικής προσέγγισης (όπως ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο) διαφωνούν με τη διακυβερνητική μέθοδο που ακολουθούν η Γαλλία και η Γερμανία.
Ένα είναι βέβαιο, επισημαίνει ο Εκόνομιστ: η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής. Η κρίση του χρέους υποχρεώνει τις 17 χώρες της ευρωζώνης να παραχωρήσουν την εθνική τους κυριαρχία σε ένα βαθμό που ήταν αδιανόητος μέχρι πριν από λίγο καιρό. Η κ. Μέρκελ κάλεσε όλες τις χώρες να λάβουν μέρος στο σύμφωνο ανταγωνιστικότητας, επισημαίνοντας ότι θα συμπληρώσει, δεν θα αντικαταστήσει τους νέους μηχανισμούς που δημιουργούνται στις Βρυξέλλες. «Είναι σαν μια ρώσικη κούκλα, μια κούκλα ματριόσκα», είπε η γερμανίδα καγκελάριος. Μόνο που η «ματριόσκα» παραπέμπει και σε μια άλλη ερμηνεία: μιας ένωσης μέσα στην ένωση.
Ο Νικολά Σαρκοζί εξαίρει τη δημιουργία μιας «οικονομικής κυβέρνησης», ελπίζοντας η χώρα του να ανακτήσει μέρος της επιρροής που έχει χάσει. Αλλά ο γάλλος πρόεδρος, που ελπίζει στην επανεκλογή του το 2012, δεν θα πάρει ακριβώς αυτό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την οποία αντιπαθούν τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία, θα διατηρήσει έναν κεντρικό ρόλο, όπως επιθυμούν οι μικρότερες χώρες. Και οι χώρες της ευρωζώνης θα οργανώσουν μια σύνοδο κορυφής τον Μάρτιο, αλλά η σύνοδος αυτή προς το παρόν δεν θα θεσμοποιηθεί.
Σε μια άλλη εποχή, όλες αυτές οι εξελίξεις θα προκαλούσαν ανησυχία στη Βρετανία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ακόμη μεγαλύτερη ένταση στους κόλπους της ΕΕ. Η νέα βρετανική κυβέρνηση όμως, που διάκειται εχθρικά προς μια μεγαλύτερη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά όργανα, είναι ικανοποιημένη με το να παρακολουθεί από απόσταση τη στενότερη συνεργασία της Ευρώπης. Κι αν αυτό σημαίνει Ευρώπη δύο ταχυτήτων, δεν την πειράζει: η εξωτερική λωρίδα, στην οποία τρέχουν χώρες σαν την Πολωνία και τη Σουηδία, είναι ταχύτερη.
Η Μέρκελ δεν θα επιτρέψει να καταρρεύσει το ευρώ. Ούτε όμως μπορεί να ζητήσει από τους ψηφοφόρους της να παραδώσουν τις πιστωτικές τους κάρτες σε λιγότερο πειθαρχημένες χώρες. Αυτό που θέλει από τα μέλη της ευρωζώνης είναι να προσαρμοστούν στο παράδειγμα χωρών όπως η δική της, υιοθετώντας για παράδειγμα ένα «φρένο χρέους». Για να το πετύχει, όμως, χρειάζεται την υποστήριξη της Γαλλίας. Αυτό που πρέπει να αποφύγουν οι δύο ηγέτες είναι η άσκηση υπερβολικής πίεσης προς τις υπόλοιπες χώρες. Γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε μια παράλυση που δεν ωφελεί κανέναν.