«Σωσίβιο» φαίνεται ότι αποτελεί για τους Κοζανίτες η καλλιέργεια του διάσημου παγκοσμίως κρόκου -ένα περιζήτητο προϊόν με «προστασία ονόματος», που υπόσχεται σταθερά να γεμίσει τις «τσέπες» των ντόπιων παραγωγών.
Ο κρόκος συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές ιδιότητές του. Αυτό το μοναδικό προϊόν προσφέρει ένα διόλου ευκαταφρόνητο εισόδημα της τάξεως των 5.000 – 8.000 ευρώ στους παραγωγούς για μόλις ένα μήνα σκληρής δουλειάς.
Κι όμως, στην Ελλάδα της απόλυτης παράνοιας, πριν την κρίση αυτός ο μοναδικός τομέας που θα μπορούσε να αποτελεί πηγή πλούτου για χιλιάδες ανθρώπους είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν ολοκληρωτικά αφού όλοι στρέφονταν στο Δημόσιο. Mάλιστα λίγο πριν την κρίση και ενώ ο νομός Κοζάνης αντιμετώπιζε ανεργία της τάξης του 30% οι νέοι γυρνούσαν την πλάτη στο «χρυσάφι» της γης τους.
Ενδεικτικός της πορείας του κρόκου ήταν ο όγκος της παραγωγής ο οποίος πριν από μία δεκαπενταετία έφτανε τους 8 με 9 τόνους ετησίως. Παρά το γεγονός ότι το 1998 ο κρόκος αναδείχθηκε σε Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ενδιαφέρον από την πλευρά των καλλιεργητών χάθηκε και η παραγωγή κατέληξε να πέσει στα 800 κιλά.
Όμως επειδή «πενία τέχνας κατεργάζεται», η κρίση λειτούργησε καταλυτικά για την επιστροφή στα χωράφια και έτσι σήμερα η παραγωγή του κρόκου όχι μόνο αναγεννάται αλλά προπωλείται. Ήδη η σοδειά του 2014 έχει προαγοραστεί δείχνοντας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει ο πρωτογενής τομέας παραγωγής.