Τα συνηθέστερα σχόλια όσον αφορά την αντίδραση της ευρωζώνης στην κρίση χρεών, ειδικά από τους επικριτές της, είναι ότι οι θεσμοί της, υποκύπτοντας στους «αφέντες» του Βερολίνου, έχουν περάσει τα τρία τελευταία χρόνια προσπαθώντας διαβολεμένα να μετατρέψουν όλη την Ευρώπη σε Γερμανία.
Τι νόημα όμως τότε έχουν οι πολύπλευρες επιθέσεις εναντίον του γερμανικού οικονομικού μοντέλου από αυτούς τους υποτιθέμενους τευτονικούς «αχυράνθρωπους» των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης;
Οποιοσδήποτε ορισμός του «γερμανικού μοντέλου» θα πρέπει να περιλαμβάνει τη σχεδόν θρησκευτική αφοσίωση στην αυστηρή νομισματική πολιτική, την εξαγωγική ανάπτυξη που τροφοδοτείται με χαμηλούς μισθούς και εργατικό κόστος και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα όπου κυριαρχούν μικρές, τοπικά εποπτευόμενες τράπεζες. Μέσα σε μια εβδομάδα, αυτή η «αγία τριάδα» έχει δεχτεί τα πυρά της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Είναι μια διπλή αντίδραση που μοιάζει να σημαίνει ότι, ενώ οι ευρωπαϊκές αρχές θεώρησαν ότι το να μιμηθούν τη Γερμανία στις πιο δύσκολες φάσεις της κρίσης ήταν βασικό για να κερδίσουν πάλι την εμπιστοσύνη των αγορών, τώρα τείνουν να την απαξιώνουν, καθώς ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι μια «ιαπωνικού στυλ» χαμένη δεκαετία ανάπτυξης.
Την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ υποστήριξε την απαίτηση των Βρυξελλών να παραδώσει η Γερμανία τον έλεγχο των μικρών περιφερειακών τραπεζών της σε ένα νέο, κεντρικό σύστημα διασώσεων ευρωπαϊκών τραπεζών.
Ακολούθησε η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, παρά την αντίρρηση των δύο Γερμανών του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας. Και την Τετάρτη στη μάχη θα μπει και η Κομισιόν, που αναμένεται να βάλει τη Γερμανία στο στόχαστρο για επανειλημμένη εμφάνιση «υπερβολικού» πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτές τις κινήσεις ξεχωριστά θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποσπασματικές μεταβολές στην οικονομική προσέγγιση. Συνολικά όμως, μοιάζουν με συντονισμένη προσπάθεια των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης να υποχρεώσουν το Βερολίνο, με χίλια ζόρια, σε στρατηγικές που θα ωφελήσουν το σύνολο της ευρωζώνης.
Για τον εξωτερικό παρατηρητή, οι διαφωνίες για το αν θα πρέπει να περιληφθούν οι μικρές γερμανικές τράπεζες στο ευρωπαϊκό σύστημα τραπεζικών εκκαθαρίσεων, ίσως μοιάζει πολύ τεχνικό θέμα. Αλλά για τις Βρυξέλλες, το ζήτημα χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά της κρίσης.
Ο επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ, έχει επανειλημμένα ισχυριστεί ότι δεν ήταν οι μεγάλες διεθνείς συστημικές τράπεζες που έσπρωξαν το ευρώ στο χείλος της καταστροφής. Ήταν οι πολύ μικρές, μη εποπτευόμενες εγχώριες τράπεζες που «τρελάθηκαν» στα χρόνια της ακμής: η Anglo Irish στην Ιρλανδία, η Λαϊκή στην Κύπρο και οι περιφερειακές cajas στην Ισπανία. Και, να μην το ξεχνάμε, οι ίδιες οι περιφερειακές τράπεζες της Γερμανίας έχουν λάβει από τις μεγαλύτερες διασώσεις, ισχυρίζονται οι επικριτές, λόγω ανάλογων παραβλέψεων από τους ντόπιους επόπτες.
Γι’ αυτούς τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, η συγκέντρωση της χρηματοπιστωτικής επόπτευσης είναι επίσης ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ανάπτυξης της ευρωζώνης, που πλήττεται από την πλήρη αδυναμία των εταιριών στις χώρες της κρίσης, να δανειστούν με λογικά επιτόκια.
Αν η Ευρώπη είχε μια αρχή εποπτείας και εκκαθάρισης τραπεζών, ισχυρίζονται, οι εταιρίες που κάνουν το ίδιο πράγμα στην Ιταλία και την Γερμανία θα είχαν την δυνατότητα να δανειστούν με ίδια επιτόκια. Αλλά αυτό είναι δύσκολο να το καταφέρεις, αν εξαιρέσεις το μεγαλύτερο κομμάτι του γερμανικού τραπεζικού συστήματος.
Σε αντίθεση με τον καβγά για τις τραπεζικές διασώσεις, η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ ίσως ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιώδης. Αλλά ο συμβολισμός έχει μεγάλη σημασία, όπως έδειξε και η εξοργισμένη αντίδραση των Γερμανών σχολιαστών.
Κάποιοι επιμένουν ότι οι λαϊκές επικρίσεις δεν έχουν σημασία, καθώς προέρχονται από τους συνήθεις ύποπτους του συντηρητικού οικονομικού καθεστώτος της Γερμανίας. Όμως έχουν τρομάξει τα υψηλά κλιμάκια της ΕΚΤ, όπου τυχόν αναταραχές στο διοικητικό συμβούλιο θα μπορούσαν να δυσκολέψουν τη μελλοντική πιστωτική χαλάρωση.
Είναι νωπές οι μνήμες από τις παραιτήσεις των δύο Γερμανών και μια επανάληψη θα προκαλούσε πρόβλημα σε μια περίοδο όπου πολλοί πιστεύουν ότι η ΕΚΤ πρέπει να αυξήσει την προσπάθεια να τονώσει την ανάπτυξη και να πολεμήσει τον αποπληθωρισμό.
Κανένα όμως ζήτημα δεν είναι πιο αμφιλεγόμενο από την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας και τη χαμηλή εγχώρια ζήτηση. Η μάχη που ξεκίνησε το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, όταν επιτέθηκε εναντίον του Βερολίνου τον περασμένο μήνα, κατηγορώντας το ότι ακυρώνει την ανάπτυξη στην ευρωζώνη και τον πλανήτη με την εμμονή του στο πλεόνασμα συναλλαγών, θα συνεχίσει σήμερα ο Όλι Ρεν της Ε.Ε.
Σύμβουλοι του κ. Ρεν αναφέρουν ότι η παρέμβασή του θα προκαλέσει μόνο «σε βάθος επιθεώρηση» του πλεονάσματος της Γερμανίας, δεν θα την υποχρεώσει σε αλλαγή πολιτικής. Αλλά ο κ. Ρεν έχει ήδη ανοίξει τα χαρτιά του, επιμένοντας δημόσια ότι το Βερολίνο θα πρέπει να τονώσει την εγχώρια ζήτηση, για να βοηθήσει να βγει η υπόλοιπη ευρωζώνη από την ύφεση.
Οι «ιδιαιτερότητες» που έχουν μαζευτεί είναι πολλές και ορισμένες χρεώνονται στο Βερολίνο εδώ και χρόνια. Αυτήν τη φορά, όμως, το μήνυμα είναι διαφορετικό: Πρόκειται για επίσημους θεσμούς, που έχουν την πραγματική δύναμη να αλλάξουν την πολιτική. Η επόμενη φάση της κρίσης θα εξαρτηθεί από το αν θα το κάνουν.
FT.com