Την αγωνία του, για την κατακόρυφη αύξηση των ληξιπρόθεσμων δανείων, εκφράζει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς και τονίζει πως οι τράπεζες πρέπει να στηρίξουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων με μια ρεαλιστική και όχι τιμωρητική προσέγγιση σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση των δανείων τους.
Σύμφωνα με το ΕΒΕΠ, «το ερώτημα των ανθρώπων της αγοράς είναι κατά πόσο η κακή κατάσταση των επιχειρήσεων, την τελευταία τριετία, “κοκκίνισαν” τα δάνεια ή τα τραπεζικά δάνεια “κοκκίνισαν” τις επιχειρήσεις».
Θα μπορούσε, βεβαίως, κανείς να απαντήσει ότι υπήρξαν και οι δύο περιπτώσεις στην ελληνική αγορά, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 52% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη χώρα μας, ήταν αυτοχρηματοδοτούμενες. Όσο μάλιστα οι τραπεζικές καταθέσεις θα μειώνονται από την υπέρμετρη καταβολή φόρων, τόσο περισσότερα δάνεια και επιχειρήσεις θα κοκκινίζουν.
Πώς όμως είναι δυνατόν να μην “κοκκινίσει” μία επιχείρηση, όταν το 2009, με μέσο όρο τζίρου 425.000 ευρώ, είχε κέρδη 49.000 ευρώ, ενώ το 2013 έχει αντίστοιχο ετήσιο τζίρο 230.000 ευρώ και κέρδη μόλις 7.000 ευρώ, μειώνοντας ταυτόχρονα όλες τις δαπάνες της; Εάν μάλιστα μετατρέψουμε σε ποσοστά την αλλαγή τζίρου και κερδών της τριετίας, βλέπουμε ότι ο τζίρος των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά τουλάχιστον 45% και τα κέρδη κατά 86%, δημιουργώντας απόλυτη αδυναμία έγκαιρης καταβολής των οικονομικών τους υποχρεώσεων με τον κίνδυνο απενεργοποίησης του Α.Φ.Μ. τους και κατά συνέπεια του ξαφνικού «φορολογικού θανάτου» τους.
Σήμερα, δυστυχώς, στο “κόκκινο” βρίσκονται 526.000 εταιρείες, για ένα σύνολο φορολογικών και ασφαλιστικών ληξιπρόθεσμων οφειλών 39,4 δισ. ευρώ, ενώ στις δικαστικές αίθουσες εκκρεμούν 17,4 δισ. ευρώ. Το τελευταίο τρίμηνο, στις 183.000 εταιρείες με ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν προστεθεί άλλες 343.000, παρά το γεγονός ότι από τον Αύγουστο έχουν καταβληθεί φόροι πάνω από 1,5 δισ. ευρώ. Το σύνολο των οφειλετών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα ξεπερνά τα 2,2 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 39 δισ. ευρώ οφείλονται από εταιρείες και τα 23 δισ. ευρώ από ιδιώτες. Ταυτόχρονα, όλοι καλούνται μέχρι τέλος του έτους να καταβάλουν άλλα 15,5 δισ. ευρώ φόρους σε ετήσιο σύνολο 44,7 δισ., ενώ για το 2014 οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι που έχουν θεσμοθετηθεί κυμαίνονται στα 45,8 δισ. ευρώ.
Ανησυχητική είναι η δραματική εξέλιξη των τραπεζικών δανείων σε οριστική καθυστέρηση, που φθάνουν τα 65 δισ. και των προσωρινά σε δυσκολία στα 35 δισ. ευρώ. Τα μη εξυπηρετούμενα επαγγελματικά δάνεια υπολογίζονται στο 27,5% των συνολικά 120 δισ. ευρώ, δηλαδή κοντά στα 33 δισ. ευρώ. Από τα 77 δισ. ευρώ των στεγαστικών δανείων το 23% είναι ληξιπρόθεσμα, και τα καταναλωτικά σε καθυστέρηση ξεπέρασαν το 42%, με αποτέλεσμα σήμερα περίπου 100 δισ. ευρώ δάνεια κάθε μορφής να βρίσκονται στο “βαθύ κόκκινο”.
Το ΕΒΕΠ ανησυχεί έντονα για τη ραγδαία αύξηση των ληξιπρόθεσμων δανείων και θεωρεί ότι οι τέσσερις συστημικές Τράπεζες πρέπει να στηρίξουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, σχεδιάζοντας μία ρεαλιστική -και όχι τιμωρητική- προσέγγιση αναδιάρθρωσης των δανείων τους.
Η προσημείωση είναι, για τις τράπεζες, το κλειδί για ρύθμιση δανείων σε 450.000 επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Όμως, σε μόλις 5 στις 100 περιπτώσεις, οι τράπεζες προχωρούν στο τρίπτυχο “κουρέματος” της οφειλής κατά 15-20%, μείωσης του επιτοκίου κατά 50% και επιμήκυνσης της διάρκειας κατά 4 χρόνια με διάστημα χάριτος μηδενικής καταβολής 12 μηνών. Το μείζον θέμα στις ρυθμίσεις των παλαιών δανείων είναι οι απαιτούμενες υπερβολικές εγγυήσεις, οι οποίες συνήθως είναι οικογενειακά ακίνητα, αλλά και ο υπολογισμός της αξίας τους σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Η πρόταση του ΕΒΕΠ και άλλων φορέων της αγοράς είναι να υπάρξει μια συμφωνία εκτίμησης των προσημειωμένων ακινήτων στην αντικειμενική τους αξία, προσαυξημένη κατά 25%. Εναλλακτικά, θα μπορούσε με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών να δημιουργηθεί μία ανεξάρτητη επιτροπή εκτιμητών. Μία δίκαιη αξιολόγηση της ακίνητης περιουσίας του δανειολήπτη, μπορεί ορθότερα να προσδιοριστεί από την αξία της σε βάθος μιας δεκαετίας, που θα περιλαμβάνει την προ κρίσης, κατά τη διάρκεια και τη μελλοντική μετά – κρίση, μέση τιμή.
Υπενθυμίζεται ότι, από το πακέτο των 48,7 δισ. ευρώ που έχει δανειστεί η Ελλάδα για τη στήριξη των Τραπεζών, το ποσό που διατέθηκε καθαρά για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι 28 δισ. ευρώ, περίπου το 15% του ΑΕΠ, ενώ το ποσό των 14 δισ. ευρώ παρασχέθηκε για την εξυγίανση οκτώ τραπεζών και περίπου 7 δις είναι το αποθεματικό. Η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας θα μπορούσε να μειώσει το χρέος μας κατά 15 μονάδες του ΑΕΠ και να δώσει μία ανάσα σε μία οικονομία όπου η ανεργία είναι στο 28%, το εισόδημα στο -35%, η κατανάλωση στο -27% και το ΑΕΠ στο -23%.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΑΑΝ, εκτιμάται ότι λείπουν από την ελληνική αγορά περί τα 18 δισ. ευρώ ρευστότητας, τα οποία είναι δύσκολο να καλυφθούν. Τα μέχρι σήμερα προϊόντα ρευστότητας δεν αντιμετωπίζονται θετικά από την αγορά, καθώς δεν συμβάλουν στη διάσωση των εταιρειών. Το ΕΒΕΠ, επισημαίνοντας τη παρατεταμένη ασφυξία που απειλεί πλέον μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, επαναφέρει την πρόταση για τη λειτουργία Γραμματείας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε επίπεδο Γραφείου Πρωθυπουργού, ως διαχειριστική μονάδα πρακτικού σχεδιασμού και άμεσης εφαρμογής.
Το ΕΒΕΠ, επίσης, προτείνει τον σχεδιασμό ενός τραπεζικού προϊόντος, το οποίο θα στοχεύει στην αναδιάρθρωση ή την αναχρηματοδότηση δανείων μέσω εθνικών κεφαλαίων, με ιδιαίτερη έμφαση στα παλαιά δάνεια. Το νέο εγγυοδοτικό προϊόν θα μπορεί να λειτουργεί συνδυαστικά με όλες τις υφιστάμενες δράσεις των ΕΤΕΑΝ και ΕΤΕπ, οι πόροι των οποίων παραμένουν αδρανείς, εξαιτίας των υψηλών απαιτήσεων για εξασφαλίσεις που προβάλουν οι Τράπεζες.
Είναι άλλωστε γνωστά τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη προσπάθεια των ελληνικών τραπεζών να καλύψουν την απαιτούμενη κεφαλαιακή τους επάρκεια, καθώς και οι δεσμευτικοί περιορισμοί που έχουν επιβληθεί από την διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής τους.
Το 2009 με το ελληνικό χρέος στα 263 δις ευρώ, το κατά κεφαλή χρέος του Έλληνα ήταν 24.000 ευρώ. Σύμφωνα με τους νέους υπολογισμούς βιωσιμότητας της Τρόικα τόσο φέτος όσο και το 2022, το ελληνικό χρέος θα βρίσκεται στα επίπεδα των 330 δις ευρώ που σημαίνει ότι το κατά κεφαλή χρέος θα είναι αυξημένο 10%, με όποιες διακυμάνσεις επταετίας, στα 26.300 ευρώ.
Ο προβληματισμός του ΕΒΕΠ είναι πώς τελικά θα καταφέρουν, αφενός οι ιδιώτες και αφετέρου οι ελληνικές επιχειρήσεις να ανταποκριθούν τόσο στις απαιτήσεις αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους, όσο και στις εξίσου προβληματικές δανειακές υποχρεώσεις τους, ώστε να παραμείνουν βιώσιμες”.