Την ανάγκη επιτάχυνσης των διαρθρωτικών αλλαγών επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική 2010-2011, που υποβλήθηκε σήμερα στον πρόεδρος της Βουλής, Φίλιππο Πετσάλνικο καθώς και στο Υπουργικό Συμβούλιο .
Η έκθεση παραδόθηκε από τον ίδιο το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γεώργιος Προβόπουλος.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί το 2011 κατά 3% περίπου, χωρίς να αποκλείεται μείωση κατά τι μεγαλύτερη. Η δε ανεργία αναμένεται να ξεπεράσει το 12,5%. Όπως τονίζεται στην έκθεση, η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, που σημαίνει απώλεια 100.000 θέσεων εργασίας.
Συγκεκριμένα η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει ότι το Μνημόνιο απέτρεψε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας εξασφαλίζοντας την αναγκαία χρηματοδότηση όταν το κόστος προσφυγής στις αγορές είχε καταστεί απαγορευτικό. Παράλληλα, επέσπευσε την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών που καθυστερούσαν επί δεκαετίες.
Ειδικότερα η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος υποστηρίζει ότι:
– Αποτράπηκαν εξελίξεις οι οποίες θα μπορούσαν να καταστούν ανεξέλεγκτες, δημιουργώντας εκρηκτικά προβλήματα στην οικονομία και στην κοινωνία, με πολλαπλάσιο κόστος από αυτό που καλούμαστε να καταβάλουμε σήμερα.
– H χώρα ανέκτησε μέρος της αξιοπιστίας της στο διεθνές περιβάλλον.
– Έγιναν τα πρώτα βήματα της μακρόχρονης και επίμονης προσπάθειας που απαιτείται για την τροχιοδρόμηση της οικονομίας σε νέες, υγιείς βάσεις.
«Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο πολύ σημαντική ήταν επίσης και η συνεισφορά της ΕΚΤ, με τη χορήγηση ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, την αγορά ομολόγων και την αποδοχή τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως ενεχύρου, ανεξαρτήτως πιστοληπτικής διαβάθμισης», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Για τις ει εξελίξεις στο ΑΕΠ, την απασχόληση, τα εισοδήματα, τον πληθωρισμό και το ισοζύγιο πληρωμών, αναφέρει ότι το ΑΕΠ μειώθηκε ελαφρά περισσότερο από 4% το 2010 (μετά από μείωση 2,3% το 2009), ενώ όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι εκθέσεις αξιολόγησης προβλέπουν ότι η ύφεση θα συνεχιστεί και το 2011, με ηπιότερο ρυθμό.
Όπως εκτιμάται, το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 3% περίπου το 2011, χωρίς να αποκλείεται μείωση κατά τι μεγαλύτερη. Η ύφεση πλήττει την κατανάλωση και πολύ πιο έντονα τις επενδύσεις. Η αβεβαιότητα, το αυξανόμενο φορολογικό βάρος, η πτώση της ζήτησης και οι χρηματοδοτικές στενότητες οδήγησαν τις επενδύσεις σε μείωση που μπορεί το 2010 να έχει υπερβεί το 18%.
Πάντως σημειώνει πως ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον, καθώς θα αποδίδουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα ενισχύεται η αξιοπιστία της χώρας — συντελώντας, μεταξύ άλλων, στην εισροή ξένων επενδύσεων.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται πως η ύφεση είχε άμεσες και έντονες επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανεργία. Η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, που σημαίνει απώλεια 100.000 θέσεων εργασίας. Η μείωση των θέσεων εργασίας συνετέλεσε σημαντικά και στην άνοδο του αριθμού των ανέργων. «Η ανεργία εκτιμάται ότι το 2010 ξεπέρασε το 12,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ η τάση της αναμένεται να είναι σαφώς αυξητική και το 2011», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τον αποπληθωρισμό η Κεντρική Τράπεζα αναφέρει πως οι πραγματικές μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά 9% το 2010 και προβλέπεται ότι θα μειωθούν σχεδόν κατά 5% το 2011, ενώ μπορεί να σταθεροποιηθούν το 2012. Η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων το 2010 αντανακλά και την επιτάχυνση του πληθωρισμού στο 4,7%, η οποία οφειλόταν κυρίως στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας, αλλά και στην ταχεία άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Το 2011, ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά και θα διαμορφωθεί γύρω στο 2,2%, ενώ το μέσο επίπεδο του πυρήνα του πληθωρισμού προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 1%.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την αισθητή μείωσή του το 2009 λόγω της ύφεσης, εκτιμάται ότι μειώθηκε μόνο οριακά το 2010. Σημειώνει ωστόσο πως υπάρχουν θετικά στοιχεία, όπως η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών το δεύτερο εξάμηνο, η σημαντική υποχώρηση των εισαγωγών αγαθών και η μεγάλη αύξηση των ναυτιλιακών εισπράξεων.
Η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών αντανακλά κυρίως την ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης και δευτερευόντως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους το 2010, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί εφέτος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει περαιτέρω το 2011.
Τι αναφέρεται για τη μείωση του ελλείμματος
Για τον κρίσιμο τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως υπήρξε «ορατή πρόοδος». Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού περιορίστηκε στο 8,4% του ΑΕΠ, έναντι 13,1% το 2009 (βάσει δημοσιονομικών στοιχείων). «Το επίτευγμα ήταν ασφαλώς σημαντικό, αλλά αποτελεί μόνο την αρχή. Η μείωση του ελλείμματος επιτεύχθηκε κυρίως με μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, όπως περικοπές μισθών και συντάξεων και αύξηση φόρων, χωρίς ουσιαστικές βελτιώσεις στο μέγεθος και την αναποτελεσματική λειτουργία του κράτους, δηλαδή εκεί όπου πρωτογενώς δημιουργούνται και γιγαντώνονται τα ελλείμματα», σημειώνεται στην έκθεση. Προστίθεται δε πως οι αναγκαίες παρεμβάσεις στον τομέα αυτό πρέπει να είναι ριζικές, μακρόπνοες και επίμονες για να έχουν μόνιμα θετικά αποτελέσματα στις δαπάνες, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταθερά.
Όπως υπογραμμίζεται, η συρρίκνωση των ελλειμμάτων και η δημιουργία επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι εξάλλου το πρώτο και απαραίτητο βήμα για τον αποτελεσματικότερο χειρισμό του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Η δεύτερη, εξίσου καθοριστική, προϋπόθεση για τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ αλλά και για την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και στη συνέχεια η ανάπτυξη με ταχείς ρυθμούς.
Τι αναφέρεται για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και να στηριχθούν στην ευρεία συναίνεση της κοινωνίας, η οποία κατανοεί ότι το “παλαιό καθεστώς” δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Εκτιμά πάντως πως το έργο αυτό είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερο από τα έκτακτα μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, καθώς θα συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις.
Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί να παρουσιάσει έως το Μάρτιο του 2011 ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης με χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για το μεσοπρόθεσμο περιορισμό του ελλείμματος. Το σχέδιο θα προσδιορίζει τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα (διαρθρωτικής φύσεως), ύψους άνω του 5% του ΑΕΠ, τα οποία θα οδηγήσουν σε μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε 2,6% του ΑΕΠ το 2014. Θα ήταν ιδιαίτερα θετικό αν τελικά επιτυγχανόταν ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια και μείωση του ελλείμματος έως το 2014 μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπεται τώρα.
Αυτό σύμφωνα με την έκθεση είναι εφικτό, αν το σχέδιο μείωσης του ελλείμματος επικεντρωθεί στα ακόλουθα:
• Περιορισμό των δαπανών φορέων της γενικής κυβέρνησης, με αναδιαρθρώσεις και δομικές αλλαγές όπως: αναδιάρθρωση των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, παύση λειτουργίας μη αναγκαίων φορέων του δημόσιου τομέα και συγχώνευση άλλων, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με εξορθολογισμό του συστήματος αμοιβών και διαχείρισης ανθρώπινων πόρων των φορέων της γενικής κυβέρνησης, εξέταση της δυνατότητας για περαιτέρω συγκράτηση των αμυντικών δαπανών.
• Βελτίωση της λειτουργίας και ενίσχυση των δημοσιονομικών θεσμών με έμφαση στην ενίσχυση του ελέγχου των δαπανών, στην αύξηση της διαφάνειας και στη βελτίωση της κατάρτισης του προϋπολογισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η θέσπιση αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων για το ύψος και το ρυθμό μεταβολής βασικών δημοσιονομικών μεγεθών.
• Επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, στην οποία μπορεί να συμβάλει η αξιόπιστη καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, και αύξηση των εσόδων από την αξιοποίηση της τελευταίας.
• Περιορισμό της φοροδιαφυγής, με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που είναι εφικτή αν υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μηχανοργάνωσης, σε συνδυασμό με την απλοποίηση των κανόνων του φορολογικού συστήματος.
Αντίστοιχα, η Τράπεζα της Ελλάδας θεωρεί πως η αναπτυξιακή πολιτική, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να επενεργεί θετικά σε όλους τους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν αυτό το περιβάλλον. Σήμερα, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη είναι:
• Ταχύτερος περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων όχι μόνο για δημοσιονομικούς, αλλά και για αναπτυξιακούς λόγους. Καθώς τα ελλείμματα οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και η χρηματοδότησή τους αφαιρεί από την οικονομία πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα η διόγκωση ενός αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα “εκτοπίζει” την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας το πρώτο και αναγκαίο βήμα για να επανέλθουμε σε ανοδική πορεία. Η σταθεροποίηση είναι αναπτυξιακή πολιτική.
• Στοχευμένες επιλογές για την ενίσχυση της ανάπτυξης με βάση ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
• Εφαρμογή σαρωτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ανατρέψουν παρωχημένες δομές και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν την υλοποίηση μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και την αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές, την άρση των εμποδίων για τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Όσο πιο γρήγορα και σωστά προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει η ανάπτυξη.
• Ενεργητικές πολιτικές για την ενίσχυση των επενδύσεων, με την αξιοποίηση των νέων νόμων για τα κίνητρα επενδύσεων και το ΕΤΕΑΝ, ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων μέσω του ΕΣΠΑ και ενθάρρυνση της αποταμίευσης με την κατάλληλη φορολογική πολιτική.
Πρώτη καταχώρηση: 14 Φεβρουαρίου 2011, 14:45