Ταχύτερα του αναμενομένου ανακάμπτει η Ελλάδα και προσελκύει το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών, αναφέρει ο Τζέφ Άντερσον, επικεφαλής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) για την Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, ο κ. Άντερσον, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» συγκρίνει την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας και τις επαφές του με υπουργούς και τραπεζίτες για να διαπιστώσει ότι έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος και πως η ανάκαμψη είναι μεγαλύτερη από αυτό που ανέμεναν πολλοί.
«Ήμουν και πάλι στην Αθήνα πριν από ένα χρόνο. Είναι σαφές ότι έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος. Όλα δείχνουν ότι η οικονομία έφθασε στο χαμηλότερο σημείο. Καταγράφηκε θετική ανάπτυξη το τρίτο τρίμηνο λόγω του τουρισμού. Σημειώθηκε μεγαλύτερη ανάκαμψη από αυτήν που πολλοί από εμάς αναμέναμε. Οι τιμές των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί, τα σπρεντ έχουν υποχωρήσει, το ελληνικό Χρηματιστήριο έχει εκτιναχθεί, κάποιες από τις πιο ισχυρές ελληνικές επιχειρήσεις είχαν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, αν και με μεγαλύτερο κόστος λόγω του ρίσκου που δημιουργεί η δραστηριοποίησή τους στο ελληνικό οικονομικό περιβάλλον, ενώ υπάρχει ενδιαφέρον και από ξένους επενδυτές», δηλώνει. Επισημαίνει, πάντως, πως «οι πρώτοι που εμφανίζονται δεν είναι αυτοί που επενδύουν μακροπρόθεσμα», απαντώντας σε ερωτήματα της “Καθημερινής”.
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε στην κυβέρνηση πως το προηγούμενο διάστημα εφάρμοσε αυτά για τα οποία δεσμεύθηκε. Οι δημοσιονομικές επιδόσεις ήταν πέρυσι εντός του στόχου, ενώ το ίδιο συμβαίνει και το τρέχον έτος. Τα αποτελέσματα στην πλευρά των εσόδων είναι αρκετά καλά, αλλά η οικονομία παραμένει αδύναμη, ιδιαίτερα στον τομέα της εσωτερικής κατανάλωσης. Η χώρα έχει ωφεληθεί από την καλύτερη απόδοση του τουρισμού, αλλά η πραγματική οικονομία δεν έχει ακόμη “γυρίσει”», τονίζει.
Αναφερόμενος στην έλλειψη ρευστότητας αναφέρει πως «είμαστε πολύ κοντά σε μια μείζονα επανεκκίνηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απομένουν πολλά να γίνουν. Αντιθέτως. Εδώ, βέβαια, έχει σημασία τι θα κάνουν και οι εταίροι της Ελλάδας. Ελπίζω ότι θα υπάρξει σύντομα συμφωνία για την κάλυψη του κενού χρηματοδότησης και θα βρεθούν λύσεις σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες του προϋπολογισμού του 2014. Είναι νωρίς ακόμη να μιλάει κανείς για οριστική συμφωνία, αλλά έχω ακούσει αρκετά ώστε να είμαι σε θέση να σας πω ότι υπάρχουν περιθώρια για κατανόηση και συμβιβασμό».
Σημειώνει πάντως ότι «θα χρειασθούν χρόνο γιατί οι τράπεζές σας έχουν μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων, για τα οποία θα πρέπει να βρουν λύσεις πριν προχωρήσουν. Και όλα αυτά σε ένα πολύ δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον. Οι μόνες εγγυήσεις για τον δανεισμό είναι τα ακίνητα, η αξία των οποίων έχει καταρρεύσει και φορολογούνται πολύ. Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, ο φόρος στα ακίνητα είναι πιο αποτελεσματικός από τον φόρο στην κατανάλωση ή το εισόδημα. Αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία, αυτό σημαίνει ότι αποδυναμώνονται οι εγγυήσεις που έχουν στην κατοχή τους οι τράπεζες και με βάση τις οποίες δανείζουν», διαπιστώνει.
Ερωτηθείς, τέλος, εάν πρέπει να υπάρξει «κούρεμα» επικαλείται τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για να πει ότι «όπως τουλάχιστον τη διαβάζω εγώ, δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει “κούρεμα”. Δεν θα γίνει αποδεκτό από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, ίσως και άλλων χωρών. Από την άλλη, εάν επεκτείνουν χρονικά το δάνειο και μειώσουν τα επιτόκια…». Και προσθέτει για το χρέος:
«Το σημαντικό ερώτημα είναι πότε θα χρειασθεί να αποπληρωθεί. Έπειτα από τριάντα χρόνια; Εάν η οικονομία αναπτύσσεται, μπορεί να επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα 4,5%. Αν δεν αναπτύσσεται, τότε, φυσικά, έχετε δίκιο. Αλλά εάν γίνονται ιδιωτικοποιήσεις, μπορείτε να εισπράξετε τεράστια ποσά. Στο παρελθόν, επί μια δεκαετία, οι Ιταλοί εξασφάλιζαν κάθε χρόνο 1% του ΑΕΠ από ιδιωτικοποιήσεις. Όλοι στην Ελλάδα πρέπει να χαράξουν, από κοινού, μια μακρόπνοη εθνική στρατηγική ανάπτυξης στην οποία θα δίνεται έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις, ιδιαίτερα στον τομέα του τουρισμού απ’ όπου έχετε σημαντικά οφέλη».