Αισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκπέμπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις επιδόσεις των ΜμΕ, το 2013 η απασχόληση στις ευρωπαϊκές ΜμΕ αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,3% κατά μέσο όρο, σε σχέση με το 2012, ενώ η προστιθέμενη αξία των ΜμΕ στην ευρωπαϊκή οικονομία αναμένεται να αυξηθεί κατά 1%.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η έκθεση αναφέρει ότι μετά τις πολύ αρνητικές τάσεις που καταγράφηκαν την τελευταία πενταετία (2008-2013) στον τομέα των ΜμΕ, προβλέπεται σταδιακή βελτίωση στους βασικούς δείκτες, π.χ. στον αριθμό των επιχειρήσεων, στην απασχόληση του τομέα και στην προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας. Η βελτίωση αυτή αναμένεται να επιβεβαιωθεί το 2014, εκτιμά η Επιτροπή.
Η έκθεση τονίζει ότι την τελευταία πενταετία ιδιαίτερα επλήγησαν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (από 1 έως 9 άτομα), οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών ΜμΕ.
«Η παρατεταμένη ύφεση, που επιδεινώνεται από τα μέτρα λιτότητας και την καθυστέρηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έχει πλήξει σοβαρά τις ΜΜΕ και μάλιστα σε δυσανάλογα μεγαλύτερο βαθμό από τις μεγάλες επιχειρήσεις» παρατηρεί η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι πολλά φορολογικά κίνητρα και/ή απαλλαγές που υπήρχαν για τις ΜμΕ, σήμερα έχουν καταργηθεί.
Ειδικότερα, στον κατασκευαστικό κλάδο, τόσο οι ΜμΕ, όσο και οι μεγάλες επιχειρήσεις υπέστησαν σημαντική κάμψη την περίοδο 2008-2012, λόγω της σημαντικής πτώσης του αριθμού των αδειών οικοδόμησης που χορηγούνται (-11,1% το 2010 και -36,7% το 2012). Οι ΜμΕ υπέστησαν τη μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των εργαζομένων (-35%) και προστιθέμενης αξίας (-33%), έναντι (-19%) και (-20%) που ήταν οι αντίστοιχες μειώσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Μεγάλες ήταν οι ζημιές των ΜμΕ και στον μεταποιητικό κλάδο. Συνολικά, την περίοδο 2008-2012 ο αριθμός των εργαζομένων συρρικνώθηκε κατά περίπου 20% και η προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά περίπου 10%.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Επιτροπή, ένας ταχέως αναπτυσσόμενος τομέας είναι η παραγωγή ενέργειας. Τα ποσοστά ανάπτυξης 29,1% (2009), 25,1% (2011) και 19,4% (2012) στον κύκλο εργασιών αποδίδονται, εν μέρει, στη συνεχιζόμενη υποστήριξη του Δημοσίου σε ενεργειακά προγράμματα για την ενθάρρυνση της μετάβασης στην «πράσινη οικονομία».
Αναφορικά με το επιχειρηματικό περιβάλλον για τις ΜμΕ στην Ελλάδα, η έκθεση της Επιτροπής αναφέρει ότι τα αποτελέσματα της κρίσης οδήγησαν την κυβέρνηση να προσαρμόσει το Εθνικό Σχέδιο για τη Στήριξη Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (2010-13) και να ενισχύσει τα υφιστάμενα προγράμματα για τη στήριξη της αυτοαπασχόλησης. Οι προσπάθειες για την προώθηση της αυτοαπασχόλησης στοχεύουν σε συγκεκριμένες ομάδες, όπως οι νέοι, οι άνεργοι ή οι γυναίκες.
Όσον αφορά στην πολιτική στήριξης των μικρών επιχειρήσεων (1 έως 9 άτομα), η έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι οι ελληνικές αρχές επιβάλλουν περισσότερες ρυθμιστικές επιβαρύνσεις σε σύγκριση με τις άλλες εθνικές αρχές της Ε.Ε..
Ωστόσο, σημειώνεται ότι έχουν ληφθεί μέτρα για την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων, με τη δημιουργία μιας πιο ευέλικτης μορφής ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας (ΙΚΕ), η οποία μπορεί να αποτελείται από έναν μόνον εταίρο και να έχει ελάχιστη κεφαλαιακή εισφορά μόλις 1 ευρώ (σε σύγκριση με τα 4.500 ευρώ για τις άλλες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης).
Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή τονίζει ότι η εφαρμογή στην πράξη γίνεται με αργούς ρυθμούς, κυρίως επειδή εμπλέκονται διάφορα υπουργεία (Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης), καθώς και οι περιφερειακές αρχές.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα είναι πολύ πιο δαπανηρή η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων (11,8% της αξίας των περιουσιακών στοιχείων σε σύγκριση με 4,6% στην Ε.Ε.) και η έναρξη μιας επιχείρησης (910 ευρώ σε σύγκριση με 343 ευρώ στην Ε.Ε.), ενώ το ελάχιστο καταβλητέο κεφάλαιο έχει στην πράξη αυξηθεί σε σχέση με το περασμένο έτος.
Ωστόσο, εάν ληφθεί υπόψη μόνον το χρονικό διάστημα που απαιτείται, η εικόνα δεν είναι και τόσο μελανή, αναφέρει η Επιτροπή, καθώς όλες οι σχετικές διαδικασίες είναι πολύ ταχύτερες ή βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της Ε.Ε., είτε για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων (18 ημέρες έναντι 27) ή για την έναρξη μιας επιχείρησης (5 ημέρες).
Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και των δημόσιων δαπανών, η έκθεση επισημαίνει ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι κατά πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο στην Ε.Ε.. Ο χρόνος που χρειάζονται οι δημόσιες αρχές για να καταβάλουν τις πληρωμές έχει αυξηθεί (2011: 66 ημέρες, 2012: 114 ημέρες) και είναι τετραπλάσιος του μέσο όρου της Ε.Ε..
Ωστόσο, η κατάσταση αναμένεται να βελτιωθεί, καθώς η Ελλάδα μετέφερε στο εθνικό δίκαιο, τον Μάιο του 2013, την οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών. Επιπλέον, η χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών δημόσιων συμβάσεων από τις ελληνικές ΜμΕ βρίσκεται σχεδόν στο επίπεδο του μέσου όρου της Ε.Ε., μια θετική τάση που αναμένεται να ενισχυθεί από την ύπαρξη (από το 2011) μιας πύλης για την ηλεκτρονική υποβολή προσφορών και από την εφαρμογή του νόμου σχετικά με το εθνικό σύστημα ηλεκτρονικών δημόσιων συμβάσεων.
Εξαιρετικά ανήσυχη εμφανίζεται η Επιτροπή, σχετικά με την πρόσβαση των ελληνικών ΜμΕ στη χρηματοδότηση. Από τη μία πλευρά, η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και από την άλλη οι τράπεζες είναι απρόθυμες να χορηγήσουν δάνεια στις ελληνικές εταιρείες.
«Αυτό επιτείνει τον φαύλο κύκλο της οικονομικής ύφεσης και υπονομεύει σοβαρά τις προσπάθειες των ελληνικών ΜμΕ να εξακολουθήσουν να δραστηριοποιούνται», αναφέρει χαρακτηριστικά η Επιτροπή.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για την καταβολή των πληρωμών εξακολουθεί να είναι διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (104 ημέρες έναντι 52), οι πληρωμές που χάθηκαν είναι σχεδόν διπλάσιες από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (5,9% έναντι 3%) ενώ δεν παρατηρείται βελτίωση του δείκτη «ισχύς των νομικών δικαιωμάτων».
Όσον αφορά στις συναλλαγές με το εξωτερικό, οι ελληνικές ΜμΕ χρειάζονται κατά μέσο όρο 15 έως 19 ημέρες αντιστοίχως για δραστηριότητες εισαγωγής και εξαγωγής, ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε .είναι 11 ημέρες και για τις δύο.
Όσον αφορά στις συναλλαγές εκτός Ε.Ε., εκτιμάται ότι υπάρχουν πιθανές αναξιοποίητες ευκαιρίες (π.χ. στις ΗΠΑ), καθώς οι κύριοι εξαγωγικοί εταίροι είναι οι γειτονικές χώρες: Τουρκία (11% των συνολικών εξαγωγών), Ιταλία (8%), Γερμανία (6%), Βουλγαρία (6%), και Κύπρος (5%).
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι μπορούν να γίνουν περαιτέρω βελτιώσεις στον τομέα των τροφίμων που ηγείται της εξαγωγικής δραστηριότητας στην Ελλάδα (19% του συνόλου των εξαγωγών το 2013).
Εξάλλου, επισημαίνοντας τις ορθές πρακτικές που ακολουθεί η Ελλάδα για τη στήριξη των ΜΜΕ, η έκθεση της Επιτροπής κάνει ιδιαίτερη μνεία στο πρόγραμμα «Ενίσχυση ΜμΕ στους τομείς μεταποίησης, τουρισμού, εμπορίου-υπηρεσιών» που δρομολογήθηκε από το (πρώην ενιαίο) υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφοράς και Δικτύων με σκοπό να βοηθήσει τις υφιστάμενες και τις νέες μικρές επιχειρήσεις (και τις πολύ μικρές) να επενδύσουν στον τομέα της καινοτομίας, του περιβάλλοντος.
Ο προϋπολογισμός του προγράμματος για το 2013, που ανέρχεται σε 456 εκατ. ευρώ, θα χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη επενδυτικών σχεδίων στις 13 περιφέρειες της χώρας, με βάση τις σχετικές προτεραιότητες του ΠΕΠ. Στόχος είναι να αξιοποιηθούν πλήρως τα διαθέσιμα κονδύλια στο πλαίσιο των προγραμμάτων πολιτικής συνοχής και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης για τη βελτίωση της χρηματοδότησης των ΜμΕ.
Τέλος, η έκθεση τονίζει ότι το 2012-13 η ελληνική κυβέρνηση δρομολόγησε μια σειρά από εξειδικευμένες και στοχευμένες δράσεις για τις ΜμΕ στους τομείς της διεθνοποίησης και της καινοτομίας.