Την εκτίμηση ότι Η ακραία πολιτική της τρόικας αποσαθρώνει την ελληνική κοινωνία τόνισε στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κώστας Μίχαλος στο 24ο ετήσιο συνέδριο «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας» που διοργανώνει το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο.
«Με μεγάλη χαρά και τιμή συμμετέχω στην έναρξη του 24ου ετήσιου συνεδρίου για την ελληνική οικονομία. Πρόκειται για μια διοργάνωση που αποτελεί θεσμό στο οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας.
Γιατί παρέχει κάθε χρόνο ένα βήμα ανταλλαγής απόψεων, προβληματισμών αλλά και προτάσεων. Μας δίνει την ευκαιρία, όχι μόνο μιας στιγμιαίας αποτύπωσης των πραγμάτων, αλλά και μιας ουσιαστικής συζήτησης για τις προκλήσεις και τις προοπτικές που βρίσκονται μπροστά μας.
Σήμερα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο. Βρίσκεται στο σημείο καμπής μιας πορείας που οδηγεί από το χθες, στο αύριο.
Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι από την δική μας πλευρά έχουμε κάνει τεράστια βήματα μπροστά. Χάρη κυρίως στις θυσίες των πολιτών της, η Ελλάδα κατάφερε να εξαλείψει μέσα σε λιγότερα από 4 χρόνια, ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης των 24 δισ. ευρώ.
Ήρθε η ώρα πλέον και οι εταίροι μας να αποδείξουν ότι είναι πραγματικοί εταίροι και όχι στυγνοί δανειστές. Ήρθε η ώρα να αποδείξουν ότι δεν είναι αφερέγγυοι.
Ότι τηρούν και αυτοί τις δικές τους δεσμεύσεις, όπως τις τηρήσαμε εν πολλοίς και εμείς. Δυστυχώς, όμως, η στάση τους είναι άκρως εχθρική προς τη χώρα μας. Και στις πράξεις και στα λόγια.
Προκαλούν αντί να βοηθούν, αναζητούν προφάσεις εν αμαρτίαις για να μην υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους. Η ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος να αντιταχθεί σε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Πρέπει να χρησιμοποιήσει τα ατού της και να πείσει τους εταίρους μας ότι είναι και προς το δικό τους συμφέρον να αλλάξουν πολιτική. Δεν έχουμε τα χρονικά περιθώρια για να ολοκληρώσουμε τις διαπραγματεύσεις «μετά τις διακοπές του σκι», ούτε να συμφωνήσουμε με τους εταίρους μας, υπό την προϋπόθεση ότι θα «χτίσουμε καταλύματα για να στεγάσουμε τους πολίτες που θα χάσουν την πρώτη τους κατοικία».
Οι παράλογες αυτές απαιτήσεις των εταίρων και δανειστών μας δεν οδηγούν τη χώρα μας στην έξοδο από την κρίση. Τη βυθίζουν ακόμη πιο βαθειά στην ύφεση και αποσαρθρώνουν τον κοινωνικό της ιστό.
Και αυτό συμβαίνει τι περίοδο ακριβώς που έχουμε δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις να απομακρυνθούμε από τα ερείπια ενός σαθρού μοντέλου ανάπτυξης και να οικοδομήσουμε ένα νέο, βιώσιμο υπόδειγμα.
Να ξεφύγουμε από τις κατεστημένες νοοτροπίες και στερεότυπα του παρελθόντος και να μεταβούμε στην ανάδειξη μιας νέας, υγιούς κουλτούρας όσον αφορά το δημόσιο συμφέρον και τις έννοιες της ατομικής και συλλογικής οικονομικής ευημερίας.
Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε και εξακολουθεί να γίνεται κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η Ελλάδα ανέλαβε να φέρει σε πέρας τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή και η κοινωνία της βιώνει τις συνέπειες της μεγαλύτερης ύφεσης που έχει γνωρίσει Ευρωπαϊκή χώρα σε καιρό ειρήνης.
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας ήταν και είναι πολλές. Η μάχη δίνεται ενάντια σε χρόνιες στρεβλώσεις και προβλήματα με βαθιές ρίζες στο παρελθόν.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Οι εταίροι και δανειστές μας πρέπει να πάψουν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από φέτος σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία και πλέον, μπορεί να αρχίσει να μειώνεται. Κυρίως, ότι η χώρα αποκτά ξανά τις προϋποθέσεις για να επιστρέψει στις αγορές. Ας σταματήσουν λοιπόν να μας θέτουν προσκόμματα στην γιγαντιαία αυτή προσπάθεια μας.
Πρόοδος υπάρχει και στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών, παρά τις όποιες επιμέρους καθυστερήσεις.
Όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση παγκοσμίως, στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η χώρα πραγματοποίησε ένα άλμα 110 θέσεων, στον τομέα της διευκόλυνσης της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων και αναφέρεται ως παράδειγμα καλής πρακτικής στο συγκεκριμένο τομέα.
Τα βήματα που έχουν γίνει είναι σημαντικά, με δεδομένο ότι η χώρα είχε στους περισσότερους τομείς ένα τεράστιο χάσμα να καλύψει.
Όμως παραμένουν ακόμη σοβαρά εμπόδια, τα οποία πρέπει να ξεπεραστούν. Ώστε η πορεία προς την ανάκαμψη να διασφαλιστεί και να επιταχυνθεί.
Το πρώτο εμπόδιο αφορά τις συνθήκες σταθερότητας και εμπιστοσύνης στη χώρα. Η προσπάθεια επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την ύπαρξη κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας. Προϋποθέτει πρόσβαση σε πόρους για τη στήριξη των επενδύσεων που απαιτεί η αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης.
Οι συνθήκες αυτές δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί. Ο δυσεύρετος και ακριβός δανεισμός είναι ένα πρόβλημα που δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στις επενδυτικές κινήσεις, στην ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων – όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ευρύτερα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Σήμερα είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας να αποκατασταθεί ροή κεφαλαίων προς την Περιφέρεια της ευρωζώνης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κινήσεις όπως:
– Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ενοποίησης
– Η δημιουργία συστήματος κοινής εποπτείας
– Η δημιουργία κοινού Ταμείου Εκκαθάρισης Αφερέγγυων Τραπεζών
– Η δημιουργία Πανευρωπαϊκού Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων
Πιστεύουμε και ελπίζουμε ότι στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας, που ξεκινά από τον Ιανουάριο, τα θέματα αυτά θα τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα και θα προχωρήσουν ταχύτερα.
Ένα δεύτερο μεγάλο ζήτημα, με κρίσιμο ρόλο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, είναι η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Σήμερα είναι κάτι παραπάνω από σαφές, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εφαρμόσει πρόσθετα μέτρα λιτότητας. Τα περιθώρια αντοχής της ελληνικής κοινωνίας έχουν εξαντληθεί και αυτό οφείλουν να το αναγνωρίσουν και οι εταίροι μας. Να κατανοήσουν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά μόνο με στοχευμένες κάθετες παρεμβάσεις και όχι με νέα οριζόντια μέτρα.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της, οφείλει να δείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα στον τομέα αυτόν.
Τέλος, θεωρούμε απαραίτητο να υπάρξει ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός, ο οποίος θα κατευθύνει ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους σε τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία για την οικονομία.
Σε τομείς όπως οι εμπορευματικές μεταφορές, τα τρόφιμα, η ενέργεια, η υγεία, ο τουρισμός, οι νέες τεχνολογίες, οι δημιουργικές βιομηχανίες, οι κατασκευές κ.ά.
Με βάση μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, οι τομείς αυτοί συνολικά, μπορούν να συνεισφέρουν μέχρι και 48 δισ. ετησίως για την ελληνική οικονομία και να δημιουργήσουν 640.000 νέες θέσεις εργασίας ως το 2020.
Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ανακάμψει, στηριζόμενη όχι πλέον στην κατανάλωση, αλλά στην παραγωγή περισσότερων, διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Θα μπορεί να αντλεί έσοδα, όχι μέσω του δανεισμού, αλλά μέσα από τις εξαγωγές και τις παραγωγικές επενδύσεις. Μέσα από την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας.
Θα μπορεί να δημιουργεί τον εθνικό πλούτο που χρειάζεται, για να αποκατασταθεί σταδιακά το βιοτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας.
Ως εκπρόσωπος της επιχειρηματικής κοινότητας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η χώρα διαθέτει δυνάμεις που μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση. Διαθέτει επιχειρήσεις και στελέχη με όραμα, ταλέντο και ικανότητες. Διαθέτει ανθρώπους που μπορούν να οδηγήσουν την πορεία στην επόμενη ημέρα.
Τώρα είναι η ώρα να δώσουμε αυτή την ευκαιρία στην Ελλάδα και στις επιχειρήσεις της. Είναι η ώρα να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα μπροστά».