Σε συνεχή άνοδο βρίσκονται τα δάνεια σε καθυστέρηση τόσο στην καταναλωτική και στεγαστική πίστη όσο και στην επιχειρηματική, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ που δημοσιεύονται στην έκθεση της για την Νομισματική Πολιτική, επιβεβαιώνοντας εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών και οικονομικών αναλυτών που διατυπώνονται τους τελευταίους μήνες.
Την ίδια στιγμή επιβεβαιώνονται και οι εκτιμήσεις για μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης του δανεισμού προς τα νοικοκυριά, λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης τόσο σε ιδιώτες, με αποτέλεσμα την μειωμένη ζήτηση, όσο και σε τράπεζες, που περιορίζει την ρευστότητα τους για χρηματοδότηση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ αύξηση παρατηρήθηκε στο λόγο των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό σε σύγκριση με το τέλος του πρώτου εξαμήνου 2010. Το Σεπτέμβριο του 2010 τα δάνεια σε καθυστέρηση ανήλθαν στο 10% του συνόλου, από 7,7% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2009.
Στον τομέα της καταναλωτικής πίστης παρατηρείται η μεγαλύτερη επιδείνωση. Ειδικότερα, στον τομέα αυτό, στο σύνολο της αγοράς, τα δάνεια σε καθυστέρηση έφθασαν το 18,4% τον Σεπτέμβριο του 2010, από 13,4% τον Δεκέμβριο του 2009. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη σε μερικές τράπεζες το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 20%.
Στην στεγαστική πίστη τα δάνεια σε καθυστέρηση προσεγγίζουν πλέον το 10%, ανήλθαν στο 9,7% τον Σεπτέμβριο του 2010, έναντι 7,4% τον Δεκέμβριο του 2009.
Στην επιχειρηματική πίστη τα δάνεια σε καθυστέρηση φθάνουν πλέον το 8,5% τον Σεπτέμβριο του 2010, από 6,7% τον Δεκέμβριο του 2009.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, η σημαντική επιδείνωση- λόγω του αντίξοου μακροοικονομικού περιβάλλοντος― της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών αναπόφευκτα επηρέασε δυσμενώς την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Θετική εξέλιξη αποτελεί η αύξηση (αν και μικρή) του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από προβλέψεις (Σεπτέμβριος 2010: 43,2%, Δεκέμβριος 2009: 41,5%), απόρροια της σημαντικής ενίσχυσης του αποθέματος των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου κατά το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2010.
Το ποσοστό κάλυψης, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, ωστόσο χρειάζεται να αυξηθεί περαιτέρω, αν ληφθεί υπόψη η σημαντική άνοδος (δηλαδή η επιδείνωση) του λόγου των “καθαρών” καθυστερήσεων (δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των δανείων σε καθυστέρηση και των συσσωρεμένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο) προς το σύνολο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς και το ενδεχόμενο περαιτέρω επιδείνωσης του οικονομικού περιβάλλοντος και της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Για τους ανωτέρω λόγους επιβάλλεται οι τράπεζες να προχωρήσουν σε περαιτέρω ενίσχυση του αποθέματος των προβλέψεών αυτών.
Ανάγκη εξεύρεσης από τις τράπεζες εναλλακτικών πηγών άντλησης κεφαλαίων.
Ιδιαίτερες πιέσεις δέχθηκε η ρευστότητα, καθώς κατά την υπό εξέταση περίοδο οι ελληνικές τράπεζες ήταν αποκλεισμένες από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Η εξέλιξη αυτή ήταν συνέπεια των συνεχών υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος, που αναπόφευκτα συμπαρέσυραν και τις αξιολογήσεις των τραπεζών. Την ίδια περίοδο, επιπρόσθετες πιέσεις στη ρευστότητα άσκησε η σταδιακή εκροή καταθέσεων, η οποία μάλιστα συνεχίστηκε μέχρι και τα τέλη του 2010.
Ως αντιστάθμισμα στις ανωτέρω πιέσεις λειτούργησαν τα μέτρα ενίσχυσης για τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας και η παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα.
Όπως όμως επισημαίνει η ΤτΕ, πρέπει να επισημανθεί ωστόσο ότι και οι δύο αυτές πηγές κεφαλαίων αποτελούν προσωρινή μόνο λύση των προβλημάτων ρευστότητας των τραπεζών. Για το λόγο αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξεύρεση από τις τράπεζες εναλλακτικών πηγών άντλησης κεφαλαίων. Μικρές θετικές ενδείξεις στην κατεύθυνση αυτή παρείχε η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές από δύο τράπεζες μετά το Σεπτέμβριο του 2010, ενώ υπάρχει πρόθεση και άλλων τραπεζών να προχωρήσουν σε ανάλογες κινήσεις τους πρώτους μήνες του 2011.
Ικανοποιητική παραμένει η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους, η οποία εμφάνισε μάλιστα μικρή βελτίωση έναντι του πρώτου εξαμήνου του 2010 και οριακή μόνο μείωση σε σύγκριση με το τέλος του 2009. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2010, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΔΚΕ) και ο Δείκτης Βασικών Κεφαλαίων (ΔΒΚ) διαμορφώθηκαν για τις τράπεζες σε 12,8% και 11,2% αντίστοιχα, ενώ για τους τραπεζικούς ομίλους σε 11,4% και 10,1% αντίστοιχα. Ωστόσο, παρά τα ικανοποιητικά αυτά μεγέθη, στην παρούσα συγκυρία επιβάλλεται οι τράπεζες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στη διαμόρφωση της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής τους όσον αφορά το επιθυμητό επίπεδο της κεφαλαιακής τους βάσης και τον τρόπο χρήσης των κεφαλαίων τους και να συνεκτιμούν το αντίξοο μακροοικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, καθώς επίσης και τις επερχόμενες αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο διεθνώς.
Οι παράγοντες που επηρέασαν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τους πρώτους εννέα μήνες του 2010 εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να το επηρεάζουν προς την ίδια κατεύθυνση τουλάχιστον και τους πρώτους μήνες του 2011. Συνεπώς, οι προοπτικές για την κερδοφορία, την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων και τη ρευστότητα των τραπεζών και των ομίλων τους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα εξακολουθούν να περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα, τονίζει η ΤτΕ. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται οι τράπεζες να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση, να αναπροσαρμόσουν γρήγορα την επιχειρησιακή τους στρατηγική, να περιορίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα και να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές άντλησης κεφαλαίων, πέραν εκείνων που προσωρινά παρέχουν το Ελληνικό Δημόσιο και το Ευρωσύστημα.
Στο περιβάλλον αυτό, η αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος κρίνεται επιβεβλημένη και αναπόφευκτη.
Με αρνητικούς ρυθμούς η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.
Η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2011, αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, επιβεβαιώνοντας εκτιμήσεις τραπεζιτών και οικονομικών αναλυτών. Περιοριστική επίδραση στη δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό αλλά και τη διάθεση για ανάληψη χρέους από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζει να ασκεί η εξασθένηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η οποία οφείλεται στην άνοδο της ανεργίας, τη μείωση των μέσων αποδοχών και την πτώση των επιχειρηματικών κερδών.
Αυξητικά αναμένεται να επηρεάσει τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα η πρόσφατη παράταση του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2011 με την παροχή πρόσθετων κρατικών εγγυήσεων ύψους 25 δισ. ευρώ. Επίσης θετική, αν και μικρή, επίδραση στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων θα έχει η αναμενόμενη περαιτέρω βελτίωση της απορρόφησης κοινοτικών πόρων μέσω των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ.
Τέλος, το αν θα ανακάμψει ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης το τρέχον έτος θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.
Τράπεζες: Δάνεια σε συνεπείς πελάτες
Από την πλευρά τους επιτελικά στελέχη τραπεζών σε κάθε ευκαιρία υπογραμμίζουν ότι οι τραπεζικοί κρουνοί δανεισμού είναι ανοικτοί για τους συνεπείς ιδιώτες πελάτες και επιχειρηματίες.
Ιδιώτες που προσφεύγουν στις τράπεζες για στεγαστικά αλλά και καταναλωτικά δάνεια, και διαθέτουν πιστοληπτική ικανότητα που να δικαιολογεί τα ποσά των δανείων που αιτούνται δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα να εγκριθεί και να εκταμιευθεί το δάνειο τους.
Στο ίδιο μήκος κύματος επιχειρηματίες με καινοτόμες ιδέες, με διάθεση για συμμετοχή με ίδια κεφάλαια στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού δανείου επίσης θα πρέπει να είναι βέβαιοι ότι οι τράπεζες έχουν ανοικτές τις πόρτες για αυτούς, προσθέτουν.
Τονίζουν επίσης πρωτοβουλίες που έχουν λάβει οι τράπεζες στη διάρκεια των τελευταίων μηνών και εστιάζονται στη συνεργασία με σημαντικό αριθμό υφιστάμενων πελατών τους-νοικοκυριά και επιχειρήσεις-προκειμένου να βρεθεί λύση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν στην αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων, προχωρώντας σε λύσεις αναδιάρθρωσης και αναχρηματοδότησης του δανεισμού τους.