Η υποχρέωση καταβολής τόκων και τόκων υπερημερίας επί οφειλών του Δημοσίου αρχίζει να “τρέχει” από την επίδοση της αγωγής, έκρινε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο επιλύοντας τη διαφωνία που είχε ανακύψει μεταξύ των Ολομελειών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή του ΑΕΔ θα επιβαρύνει κατά πολύ το δημόσιο τομέα, στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι φορείς και οι πολίτες στρέφονται δικαστικά κατά του Δημοσίου με οικονομικές απαιτήσεις.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε δεχθεί ότι η καταψηφιστική αγωγή είναι και αναγνωριστική, καθώς δεν συντρέχει κανένας λόγος διαφοροποίησης. Ακόμη, είχε δεχθεί το ΣτΕ ότι η τοκογονία αρχίζει να υπολογίζεται και από την ημέρα κατάθεσης των αναγνωριστικών αγωγών.
Αντίθετα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει κρίνει ότι η έναρξη της τοκοφορίας δεν αρχίζει με την κατάθεση της αναγνωριστικής αγωγής, αλλά μόνο με την κατάθεση της καταψηφιστικής αγωγής επιδικάζονται τόκοι υπερημερίας.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η αναγνωριστική αγωγή έχει το χαρακτήρα να αναζητά ο ενδιαφερόμενος από τα δικαστήρια εάν έχει δικαίωμα να αξιώσει απαιτήσεις. Αντίθετα, με την καταψηφιστική αγωγή ο ενδιαφερόμενος θεωρεί ότι έχει δικαίωμα να διεκδικήσει αξιώσεις.
Έτσι είχε διαβιβάσει στο ΑΕΔ για ερμηνεία το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου και ειδικότερα εάν σε περίπτωση περιορισμού της ασκηθείσης κατά του Δημοσίου καταψηφιστικής αγωγής στο αναγνωριστικό της αίτημα, οφείλονται ή όχι τόκοι υπερημερίας.
Τελικά το ΑΕΔ με την υπ’ αριθμ. 7/2011 απόφασή του τάχθηκε υπέρ των θέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας.