Καλεί τους μετόχους να «βάλουν πλάτη» για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους, ο Προβόπουλος, και προτρέπει τις τράπεζες να χρηματοδοτούν μόνον τις υγιείς επιχειρήσεις
Σε μια προσπάθεια, να επιστήσει την δέουσα προσοχή των κυβερνητικών και οικονομικών παραγόντων της χώρας στην άμεση αναγκαιότητα «απελευθέρωσης» της ρευστότητας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, μιλώντας χθες σε εκδήλωση του ΣΕΒ [βλ. σχετικά: Προβόπουλος: Να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των προβληματικών δανείων], κάλεσε τις τράπεζες να αναλάβουν συγκεκριμένες και ουσιαστικές πρωτοβουλίες, να εφαρμόσουν καίριες πρακτικές για την αναδιάρθρωση πιχειρήσεων και να τονώσουν τους κλάδους που περισσότερο πλήττονται από την κρίση.
Ο περιορισμός της ρευστότητας, τόνισε ο κ. Προβόπουλος, δεν αφανίζει μόνον τις αδύναμες και προβληματικές επιχειρήσεις ενός κλάδου, αλλά έχει δυσμενείς επιπτώσεις ακόμη και στις υγιείς και δυναμικές, «δυναμιτίζοντας» εξαρχής κάθε προσπάθεια περαιτέρω ανάπτυξης, σκιάζοντας τον ελπιδοφόρο ορίζοντα και θέτοντας εν κινδύνω επιχειρηματικά πλάνα, θέσεις εργασίας, στόχους κ.λπ.
Μάλιστα ο κ. Προβόπουλος τόνισε πως οι νέες πιστώσεις των τραπεζών θα πρέπει να κατευθύνονται σε δυναμικές επιχειρήσεις με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας και προοπτικές ανάπτυξης, ενώ «θα ήταν ανώφελο και επικίνδυνο να αφεθούν χρόνια αδύναμες, υποκεφαλαιοποιημένες και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις να λειτουργούν».
Σε αυτό το κλίμα, ο κ. Προβόπουλος αναφέρθηκε στην υπόθεση του σκανδάλου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ισχυριζόμενος ότι, σε περίπτωση που η ρευστότητα τονωθεί, «οι συνθήκες βεβαίως της άπλετης και ενίοτε ελαστικής τραπεζικής χρηματοδότησης δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθούν».
Η μειωμένη ρευστότητα, είπε, οφείλεται βασικά στη φυγή τραπεζικών καταθέσεων ύψους 90 δισ. ευρώ και στην άνοδο στο 30% των «κόκκινων» δανείων.
Εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης
Βεβαίως, σε βραχυχρόνια βάση, οι δυνατότητες για πιστωτική επέκταση θα παραμένουν περιορισμένες, προειδοποίησε ο κεντρικός τραπεζίτης, και στο διάστημα αυτό οι επιχειρήσεις μπορούν να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης.
Κατ’ αρχάς, με την έναρξη της ανάκαμψης, οι επιχειρήσεις αξιοποιούν την πλεονάζουσα δυναμικότητα παραγωγικών συντελεστών που έχει προκύψει κατά την ύφεση, ανέφερε ο κ. Προβόπουλος, και σημείωσε ότι, εναλλακτικά, οι πηγές χρηματοδότησης στις οποίες μπορούν να στραφούν είναι:
1. Η εσωτερική χρηματοδότηση, καθώς έχει πράγματι παρατηρηθεί ότι, με τις πρώτες ενδείξεις μιας ανάκαμψης, οι υγιείς επιχειρήσεις χρηματοδοτούν οι ίδιες την επέκταση των εργασιών τους, αποδίδοντας μικρότερο μέρισμα στους μετόχους με αντάλλαγμα την αναμενόμενη μελλοντική υπεραξία.
2. Για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις με μακροχρόνιες και σταθερές εμπορικές συνεργασίες, ένας εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης είναι η διεκδίκηση επιπρόσθετων εμπορικών πιστώσεων (trade credit) από τις εταιρείες του εξωτερικού με τις οποίες συναλλάσσονται.
3. Η άντληση κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές. Ήδη, ανακοίνωσε, μέσα στο 2013 μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις άντλησαν σημαντικά ποσά μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων. Τέτοιες πηγές χρηματοδότησης θα αυξάνονται καθώς θα βελτιώνονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό οι προσδοκίες και θα εμπεδώνεται σταδιακά η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας.
4. Η αξιοποίηση των προγραμμάτων συγχρηματοδότησης δανείων και εγγυοδοσίας με πόρους των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Εκτιμάται ότι, συνολικά, οι πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία, τις αγορές ομολόγων, το Χρηματιστήριο και την ΕΤΕπ μπορούν να καλύψουν μεγάλο μέρος του χρηματοδοτικού κενού της οικονομίας.
Περί των αποκαλύψεων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου
Ο κ. Προβόπουλος παρενέβη και στην πρόσφατη περίπτωση των αποκαλύψεων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, τονίζοντας πως, ναι μεν το τραπεζικό σύστημα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό μοχλό μετάβασης στο νέο πρότυπο ανάπτυξης που χρειάζεται η Οικονομία, αλλά «οι συνθήκες της άπλετης και ενίοτε ελαστικής τραπεζικής χρηματοδότησης δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθούν».
«Οι πολιτικές των τραπεζών θα πρέπει, δηλαδή, να στηρίζονται σε ένα νέο πλαίσιο παροχής πιστώσεων και διαχείρισης κινδύνων», τόνισε ο κ. Προβόπουλος προσθέτοντας πως «θα πρέπει να αποφευχθούν οι τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά τη δεκαετία πριν από την κρίση, όταν ένα μεγάλο μέρος των πιστώσεων κατευθύνθηκε προς επενδύσεις σε κατοικίες και κατανάλωση».
Σήμερα, όσο οι δυνατότητες χρηματοδότησης είναι περιορισμένες και εν όψει της μετάβασης της οικονομίας στην ανάπτυξη, «το τραπεζικό σύστημα μπορεί να αναλάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και κλάδων», τόνισε ο κ. Προβόπουλος.
Οικονομική ενίσχυση των υγιών επιχειρήσεων
«Οι νέες πιστώσεις θα πρέπει να κατευθύνονται σε δυναμικές επιχειρήσεις με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας και προοπτικές ανάπτυξης…εξυπακούεται βεβαίως ότι, με έναν τέτοιο προσανατολισμό τού τραπεζικού συστήματος, θα ήταν ανώφελο και επικίνδυνο να αφεθούν χρόνια αδύναμες, υποκεφαλαιοποιημένες και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις να λειτουργούν», δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Εκεί όπου υπάρχουν σοβαρά προβλήματα υποκεφαλαιοποίησης εταιρειών πρέπει να υπάρξουν κινήσεις, πρωτίστως από την πλευρά των μετόχων, για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων τους.
Οι επιχειρήσεις οφείλουν εξάλλου στο σύνολό τους να αναλάβουν πρωτοβουλίες αναδιάρθρωσης και οργανωτικής ανασύνταξης, να επιδιώξουν συνεργασίες ή συγχωνεύσεις και να αξιοποιήσουν δίκτυα και συνέργειες που διευκολύνουν τον έλεγχο του κόστους και τον προσανατολισμό προς αγορές του εξωτερικού.
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, χρειάζεται μια ποιοτική και προσανατολισμένη δράση των τραπεζών, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν:
– Στην ενίσχυση των πραγματικά βιώσιμων επιχειρήσεων, νέων και παλαιών.
– Στην ενθάρρυνση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση μιας γενναίας κλαδικής αναδιάρθρωσης.
Μια τέτοια πολιτική μπορεί να προωθήσει αποτελεσματικά τη μετάβαση στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, στην ανασυγκρότηση δηλαδή των παραγωγικών τομέων μέσα από την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών μονάδων.
Παράταση του τραπεζικού προγράμματος στήριξης
Την παράταση έως τις 30 Ιουνίου 2014 των μέτρων στήριξης για τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα που είχαν εγκριθεί για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2008 αποφάσισε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ένα καθεστώς εγγυήσεων το οποίο καλύπτει, έναντι προμήθειας, τη σύναψη νέων δανείων και ένα καθεστώς τίτλων του Δημοσίου, βάσει του οποίου παρέχονται έναντι προμήθειας κρατικά ομόλογα σε επιλέξιμα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να ενισχυθεί η πρόσβασή τους σε ρευστότητα.
Η Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά είναι συμβατά με τις οδηγίες της για τις κρατικές ενισχύσεις στις τράπεζες στη διάρκεια της κρίσης και έκρινε ότι είναι στοχευμένα, αναλογικά και περιορισμένα σε ό,τι αφορά τη χρονική διάρκεια και το στόχο τους.
Ρευστότητα: Το χρονικό ενός προβλήματος – Λύσεις στο αδιέξοδο
Καταγράφοντας επιγραμματικά τις αιτίες του προβλήματος ρευστότητας των τραπεζών, ανέφερε πως από τα τέλη του 2007 οι τράπεζες άρχισαν να διαπιστώνουν ότι δεν μπορούσαν πλέον να αντλήσουν εύκολα δανειακούς πόρους από τη διατραπεζική αγορά ή την αγορά τραπεζικών ομολόγων, ενώ από το 2009 και μετά, εξαιτίας της εγχώριας δημοσιονομικής κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες αποκόπηκαν τελείως από τις αγορές.
Επίσης από τα τέλη του 2009 και μέχρι και τον Ιούνιο του 2012 καταγράφηκε πρωτοφανής, σε έκταση και διάρκεια, εκροή καταθέσεων, που ανήλθε σε περίπου 90 δισ. ευρώ, εξηγώντας πως ένα σημαντικό ποσοστό μάλιστα της εκροής αυτής προήλθε από επιχειρήσεις. Το πρόβλημα, είπε, επέτεινε η «κατάχρηση νομοθετικών διευκολύνσεων από δανειολήπτες ικανούς να εξυπηρετούν τα δάνειά τους».
Για να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα αυτά, οι τράπεζες προσέφευγαν στην άντληση βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα, το ύψος της οποίας στο απόγειο της κρίσης προσέγγισε τα 140 δισ. ευρώ.
Πάντως, επισήμανε πως η μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αφού στη Ζώνη του Ευρώ, με βάση τα στοιχεία του Νοεμβρίου 2013 ήταν στο -3,6% σε ετήσια βάση, ενώ σε αρκετές χώρες η μείωση ήταν πολύ μεγαλύτερη, όπως στην Ισπανία -13,4%.
Οι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά, σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, είναι:
1. Οι εισροές καταθέσεων παραμένουν χαμηλές.
2. Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις πρέπει να διατηρείται σε συντηρητικό ύψος, ενώ έχει διαταραχτεί από την απώλεια μεγάλου ύψους καταθέσεων.
3. Συγκριτικά με άλλες χώρες, η χρηματοδότηση που λαμβάνουν οι εγχώριες τράπεζες από το Ευρωσύστημα παραμένει υψηλή.
4. Η τόνωση της εμπιστοσύνης, την οποία πέτυχε η ανακεφαλαιοποίηση, αμβλύνεται από την ανησυχία που προκαλεί η συσσώρευση των δανείων σε καθυστέρηση.