«Η Τραπεζική Ένωση αναμένεται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και, στο μέτρο τούτο, να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι δυνατότητες των ελληνικών τραπεζών να αντλήσουν πόρους από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων θα διευρυνθούν, εξέλιξη που θα μεταφρασθεί σε αύξηση της διαθεσιμότητας και υποχώρηση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στη χώρα μας».
Τα παραπάνω ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας σε εκδήλωση της Ελληνικής Κίνησης Ευρωπαίων Φεντεραλιστών «Η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Οικονομική Κρίση στην Τραπεζική Ένωση».
Όπως επισήμανε ο κ. Σταϊκούρας «αναμφίβολα, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης συνιστά το περισσότερο πολύπλοκο και φιλόδοξο εγχείρημα της Ευρώπης κατά την τρέχουσα περίοδο, διότι, μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας του εποπτικού πλαισίου που διέπει τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές, η Ευρώπη προχωρά, στον απόηχο της κρίσης, για να διορθώσει τις θεσμικές της αδυναμίες. Αδυναμίες, που η χρηματοπιστωτική κρίση και η επέκταση στην πραγματική οικονομία κατέδειξαν με τον πλέον επώδυνο τρόπο».
Μιλώντας ειδικότερα για τις θεσμικές αδυναμίες, ο κ. Σταϊκούρας έκανε αναφορά στο έλλειμμα εποπτικής συνεργασίας μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών, διότι, όπως είπε, παρά τις πρωτοβουλίες για ρυθμιστική σύγκλιση, διατηρήθηκε η εθελοντική διάσταση στη συνεργασία, η «κυριαρχία» του εθνικού επόπτη και η διαφοροποίηση σε αρκετά πεδία. Επίσης, μίλησε για την περιορισμένη ευχέρεια κοινοτικής δράσης και η αναποτελεσματικότητα των υπαρχόντων θεσμών συνεργασίας. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατέληγαν σε αποφάσεις με όρους ελάχιστου κοινού παρονομαστή, αδυνατώντας να συγκλίνουν ουσιαστικά σε ζητήματα διασυνοριακής δραστηριότητας, κατανομής βάρους μεταξύ κρατών-μελών και κοινής δράσης, είπε ο κ. Σταϊκούρας.
Επίσης, αναφέρθηκε στην αδυναμία των εθνικών εποπτικών αρχών να ελέγξουν επαρκώς την εγχώρια αγορά, λόγω της διεθνοποιημένης δραστηριότητας αρκετών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ειδικότερα στις περιπτώσεις των υποκαταστημάτων ή θυγατρικών ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. «Εν μέρει αυτό οφειλόταν και σε μια σειρά από διακριτικές ευχέρειες που είχαν δοθεί στην εκάστοτε εποπτική αρχή, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται το level playing field μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οι τράπεζες να κυνηγούν το regulatory arbitrage, τη χώρα με το πιο ευνοϊκό για αυτές εποπτικό πλαίσιο», πρόσθεσε.
Το αποτέλεσμα αυτών των θεσμικών αδυναμιών είναι σε όλους γνωστό. Είναι η δημιουργία ενός φαύλου κύκλου μεταξύ κρατών και πιστωτικών ιδρυμάτων, όπου τα κράτη-μέλη αναγκάστηκαν να στηρίξουν τα τραπεζικά τους συστήματα με «γενναία» πακέτα στήριξης, επιβαρύνοντας σημαντικά τα δημοσιονομικά τους μεγέθη και, κατ’ επέκταση, δυσχεραίνοντας, μέσω πολλαπλών διαύλων, όπως είναι η μείωση της αξίας των κρατικών χρεογράφων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, τη θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το ζητούμενο είναι, συνεπώς, να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος στην Ευρωζώνη μέσα από τη βελτίωση του εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου και τη δημιουργία μιας Ενιαίας Τραπεζικής Ένωσης», πρόσθεσε.