Αποφασισμένο να υιοθετήσει τη συντριπτική πλειονότητα των προτάσεων του ΟΟΣΑ για την εξάλειψη των ρυθμιστικών εμποδίων στην αγορά είναι το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, όπως καθίσταται σαφές με έγγραφο του υφυπουργού Ανάπτυξης, Θανάση Σκορδά, το οποίο διαβιβάστηκε στη Βουλή στις αρχές Φεβρουαρίου.
«Πρόσφατα μετά από πολύμηνη έρευνα με μεγάλο εύρος και βάθος σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανταγωνισμού και όλων των φορέων της αγοράς ολοκληρώθηκε με επιτυχία το πρόγραμμα του ΟΟΣΑ και παραδόθηκε η εξαιρετικά χρήσιμη έκθεση του Οργανισμού στο υπουργείο Ανάπτυξης», αναφέρει ο κ. Σκορδάς, ξεκαθαρίζοντας, ότι «από τη μεριά του το υπουργείο προχωρά στην αξιολόγηση της έκθεσης του Οργανισμού και είναι αποφασισμένο να υιοθετήσει τη συντριπτική πλειονότητα των προτάσεων με σκοπό την εξάλειψη των ρυθμιστικών εμποδίων που ενδεχομένως δημιουργούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών».
Το έγγραφο του υφυπουργού Ανάπτυξης διαβιβάστηκε στη Βουλή, μετά από ερώτηση των βουλευτών των Ανεξάρτητων Ελλήνων, κ.κ. Γιάννη Δημαρά και Γαβριήλ Αβραμίδη, με θέμα τις τιμές στα τρόφιμα.
Μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Ανάπτυξης επικαλείται πάντως στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που δείχνουν, όπως αναφέρει, σημαντικές αποπληθωριστικές τάσεις, με τον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή να καταγράφει τον μήνα Δεκέμβριο του 2013 για δέκατο συνεχή μήνα αρνητική μεταβολή (-1,7%).
«Τίθεται ωστόσο το εύλογο ερώτημα γιατί η πτώση των τιμών καταναλωτή δεν είναι ακόμη μεγαλύτερη, σε συνθήκες παρατεταμένης υποχώρησης της καταναλωτικής ζήτησης και επιταχυνόμενης μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», αναγνωρίζει ο υφυπουργός και επικαλείται τις διεθνείς τιμές των καυσίμων και των εμπορευμάτων που αναστέλλουν, όπως επισημαίνει, την ταχύτερη προσαρμογή των εγχώριων τιμών εξαιτίας του εισαγόμενου πληθωρισμού. Στο σημείο αυτό ο κ. Σκορδάς επισημαίνει, ότι η συντριπτική πλειονότητα των διακινούμενων βασικών καταναλωτικών αγαθών ενσωματώνουν ελάχιστη εγχώρια υπεραξία (εισάγονται έτοιμα προς διάθεση και κατανάλωση) κατά συνέπεια η κοστολογική τους βάση επηρεάζεται ελάχιστα από τη μείωση των μισθών.