Ξεκινούν άμεσα οι διεργασίες καθορισμού του νέου νομοθετικού πλαισίου που θα αφορά στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από το επόμενο έτος.
Χθες συνήλθε ευρεία κυβερνητική σύσκεψη στο γραφείο του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, παρουσία και του προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) Γιώργου Ζανιά, στην οποία συζητήθηκαν οι τελευταίες λεπτομέρειες για τη σύσταση του Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας την όλη διαδικασία [βλ. σχετικά: Τα «κόκκινα» δάνεια στο τραπέζι].
Στόχος του θα είναι η δημιουργία τυποποιημένων εργαλείων, με τα οποία θα τακτοποιούνται οι προβληματικές χορηγήσεις από την ερχόμενη χρονιά. Πρόκειται για λύσεις ρυθμίσεων που δεν αναμένεται να διαφέρουν σημαντικά από αυτές που εφαρμόζουν σήμερα οι τράπεζες, ωστόσο η τυποποίησή τους θα διευκολύνει τη συμφωνία μεταξύ του δανειολήπτη και του πιστωτή.
Με τον τρόπο αυτό θα αποσυμφορηθούν τα Ειρηνοδικεία, στα οποία η αναμονή εκδίκασης μπορεί να φτάσει ακόμη και τα οκτώ χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό κεντρικό ρόλο για την εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων θα έχει ο θεσμός της διαμεσολάβησης, μέσω του οποίου θα επιδιώκεται η εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη για τη ρύθμιση του χρέους.
Όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, «η επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας αποτελεί ζητούμενο, δεδομένου ότι η δικαστική οδός είναι χρονοβόρος και λειτουργεί σε βάρος τόσο των δανειζομένων όσο και των τραπεζών».
Το Συμβούλιο θα αναλάβει σε συνεργασία και με την Τράπεζα της Ελλάδος να ορίσει τις έννοιες των «αποδεκτών δαπανών διαβίωσης» και του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», ώστε να παρέχονται βιώσιμες λύσεις σε όσους εμφανίζουν πραγματική αδυναμία και να δοθεί κίνητρο στους δανειζομένους να προσέλθουν στο… γκισέ για την τακτοποίηση των οφειλών τους.
Ειδικότερα, θα οριστεί ένα ποσό που κρίνεται απαραίτητο για τις βασικές ανάγκες του νοικοκυριού, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ώστε να υπολογίζεται το ύψος της δόσης που μπορεί να καταβληθεί για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας.
Στη σύσκεψη της Τρίτης συζητήθηκαν οι τελευταίες λεπτομέρειες πριν τη συγκρότηση του Συμβουλίου, το οποίο θα συσταθεί με την έκδοση πράξης του υπουργικού συμβουλίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, η συγκρότηση κι η έναρξη των εργασιών του είναι θέμα ημερών.
Οι κατασχέσεις
Υπενθυμίζεται ότι με βάση την ισχύουσα νομοθεσία έως και το τέλος του 2014 αναστέλλονται οι πλειστηριασμοί για όσους πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβάλλουν ένα μικρό ποσοστό επί του καθαρού τους εισοδήματος.
Η συγκεκριμένη διευκόλυνση έχει νόημα για δανειολήπτες που βρίσκονται ένα βήμα πριν τον πλειστηριασμό. Για να υπαχθεί κάποιος σε αυτό το καθεστώς, θα πρέπει να πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. Η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας να μην υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
2. Το ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα να μην ξεπερνά τις 35.000 ευρώ, χωρίς τις κρατήσεις για ασφαλιστικά ταμεία, φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης (μεικτό εισόδημα 50.000 ευρώ).
3. Η συνολική αξία της ακίνητης και κινητής περιουσίας του να μην υπερβαίνει τις 270.000 ευρώ, εκ των οποίων οι καταθέσεις και οι λοιπές κινητές αξίες να μην είναι υψηλότερες από 15.000 ευρώ.
Για οικογένειες με 3 παιδιά και πάνω ή για άτομα με αναπηρία άνω του 67%, και όσους βαρύνονται φορολογικά από άτομα με αναπηρία άνω του 67%, τα παραπάνω όρια των προϋποθέσεων (αντικειμενική αξία πρώτης κατοικίας, εισόδημα, περιουσία) προσαυξάνονται κατά 10%. Δηλαδή η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας ορίζεται σε 220.000 ευρώ, το ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα σε 38.500 ευρώ, η συνολική κινητή και ακίνητη περιουσία σε 297.000 ευρώ, ενώ οι καταθέσεις δεν πρέπει να ξεπερνούν τις 16.500 ευρώ.
Εφόσον πληρούνται όλα τα παραπάνω κριτήρια, μισθωτοί και συνταξιούχοι θα καταβάλουν για τον επόμενο χρόνο μηνιαία δόση ίση με το 10% του καθαρού εισοδήματός τους αν αυτό φθάνει ως τις 15.000 ευρώ. Για εισοδήματα άνω των 15.000 ευρώ, καταβάλλεται ετήσια δόση 1.500 ευρώ συν 20% του υπερβάλλοντος εισοδήματος. Δηλαδή η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 83 ευρώ για καθαρό εισόδημα 10.000 ευρώ, σε 125 ευρώ για εισόδημα 15.000 ευρώ, σε 208 ευρώ για εισόδημα 20.000 ευρώ, σε 292 ευρώ για εισόδημα 25.000 ευρώ, σε 375 ευρώ για εισόδημα 30.000 ευρώ και σε 458 ευρώ για εισόδημα 35.000 ευρώ.
Οι ρυθμίσεις των τραπεζών
Σε γενικές γραμμές, η μείωση των δόσεων με τις ρυθμίσεις των τραπεζών επιτυγχάνεται με την παροχή μιας περιόδου χάριτος. Στα στεγαστικά δάνεια κατά τη διάρκειά της ο δανειολήπτης καταβάλλει μόνο τους τόκους ή ενδεχομένως και ένα μέρος του κεφαλαίου.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η τράπεζα επανελέγχει την κατάσταση του δανειολήπτη ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να διαπιστώσει αν έχει αλλάξει κάτι στην εισοδηματική κατάστασή του.
Επιπροσθέτως μπορεί να αυξηθεί και η διάρκεια με την οποία εξασφαλίζεται μια έξτρα περικοπή της δόσης κατά 15% περίπου. Με αυτούς τους διακανονισμούς επιτυγχάνεται μείωση των μηνιαίων δόσεων που συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 50% και 70%.
Στις περιπτώσεις καταναλωτικών δανείων η μηνιαία καταβολή μπορεί να υποχωρήσει αισθητά εφόσον ο δανειολήπτης δεχθεί να παράσχει εξασφαλίσεις στην τράπεζα.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, τρία στα δέκα δάνεια ρυθμίζονται με αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως πρόκειται για μεγάλες οφειλές δανειοληπτών με ακίνητη περιουσία μέσης και υψηλής αντικειμενικής αξίας. Με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατή η σημαντική μείωση του επιτοκίου, καθώς και η ταυτόχρονη αύξηση της περιόδου αποπληρωμής, η οποία τελικώς οδηγεί σε μια περικοπή της δόσης ακόμη και κατά 80%.
Το «κούρεμα»
Οι πιο βαριές περιπτώσεις «κόκκινων» δανείων αντιμετωπίζονται περισσότερο δραστικά. Έπειτα από εξέταση της περιουσιακής και εισοδηματικής κατάστασης του δανειολήπτη, και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, ακόμη κι αν ρευστοποιήσει μέρος της περιουσίας του, η τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε διαγραφή τής οφειλής, ώστε το «κουρεμένο» χρέος να καταστεί εξυπηρετήσιμο.
Μπορεί να διαγραφεί ως και το 35% της οφειλής, ενώ για το υπόλοιπο 65% γίνεται νέος διακανονισμός για την αποπληρωμή του σε δόσεις. Σημειώνεται πάντως ότι δεν πρόκειται για μια διαδεδομένη πρακτική καθώς από τη μία πλευρά οι τράπεζες είναι φειδωλές λόγω του ηθικού κινδύνου, ενώ από την άλλη δανειολήπτες που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία προτιμούν τις περισσότερες φορές να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη για τη ρύθμιση των οφειλών τους.
Εξάλλου, όσοι έχουν ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο την πρώτη κατοικία τους και τα εισοδήματά τους είναι πάρα πολύ χαμηλά σε σχέση με το χρέος και το κόστος εξυπηρέτησής του μπορούν να κάνουν χρήση του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Ο δανειολήπτης, εφόσον δεν καταφέρει να πετύχει διακανονισμό με την τράπεζα, υποβάλλει στο Ειρηνοδικείο αίτηση στην οποία θα πρέπει να αναφέρει την οικογενειακή κατάσταση περιουσίας και εισοδημάτων, τις απαιτήσεις των τραπεζών και ένα σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Αν η υπόθεση φθάσει στις αίθουσες των δικαστηρίων, η ρύθμιση του χρέους γίνεται μετά τον έλεγχο όλων των στοιχείων και εφόσον ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι δεν επαρκούν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του οφειλέτη για την αποπληρωμή του.
Το δικαστήριο μπορεί να διαγράψει μέρος του χρέους και να δώσει τη δυνατότητα εξόφλησης του υπολοίπου, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 85% της εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας, σε διάστημα ως και 20 έτη, με χαμηλό επιτόκιο. Δυνατή είναι επίσης η παροχή περιόδου χάριτος μέχρι και τεσσάρων ετών.