«Η χώρα μας οδεύει προς εθνικές εκλογές για να επιλέξει την ηγεσία του τόπου, που θα την οδηγήσει, ελπίζουμε με ασφάλεια, σύνεση και σχέδιο, σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και ευημερίας, σε περιβάλλον διεθνούς ειρήνης, ασφαλών συνόρων, θεσμικής σταθερότητας και δημοκρατίας», γράφει ο Νίκος Καραμούζης σε άρθρο του στην Καθημερινή.
Όπως εξηγεί, «σ’ αυτή την πορεία, ο πολιτικός διάλογος δεν πρέπει να αναλωθεί σε άγονες αντιπαραθέσεις, αλλά να επικεντρωθεί στο κεντρικό διακύβευμα των εκλογών, που κατά τη γνώμη μου, αποτελεί η οικονομία και οι προοπτικές της. Καλούμαστε να επιλέξουμε ηγεσία και σχέδιο οικονομικής ανάταξης και κοινωνικής συνοχής, σε περιβάλλον μέλους της ευρωπαϊκής ένωσης και ανοικτής οικονομίας της αγοράς. Το σχέδιο πρέπει να πείθει τις διεθνείς αγορές, τις παραγωγικές δυνάμεις και το κοινωνικό σύνολο για την αξιοπιστία του, τον αναπτυξιακό του προσανατολισμό, την κοινωνική του συνεκτικότητα και δικαιοσύνη, τη δημιουργική και θεσμική του σταθερότητα, τη μεταρρυθμιστική του δέσμευση και τη φιλικότητά του προς το επιχειρείν.
Η διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, θα γίνει σε ένα λιγότερο φιλικό διεθνές περιβάλλον. Η Ρώσο – Ουκρανική κρίση, οι διευρυμένες εντάσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, οι αβεβαιότητες στον τραπεζικό τομέα, η μετατόπιση του οικονομικού δυναμισμού από τη Δύση προς την Άπω Ανατολή και η σταδιακή μετατροπή της Ευρώπης σε ήπειρο στασιμότητας, ο υψηλός πληθωρισμός, τα αυξανόμενα επιτόκια και ο επιβραδυνόμενος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας παγκοσμίως, η άνευ προηγουμένου οικονομική και κοινωνική διαταραχή που προκαλεί η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση που οδηγείται από την ταχύτατη διάδοση της ψηφιοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και των αυτοματισμών, η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, που τροφοδοτεί ακραία πολιτικά φαινόμενα, εθνικισμό και κοινωνικές συγκρούσεις και η επιβεβλημένη ενεργειακή μετάβαση σε ανανεώσιμες και πράσινες πηγές ενέργειας, για να αποφευχθεί η οικολογική καταστροφή, συνθέτουν ένα πολύπλοκο δυναμικά μεταλλασσόμενο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, εντός του οποίου η επόμενη κυβέρνηση καλείται να χαράξει μία δυναμική οικονομική πολιτική ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής.
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, κατεγράφησαν στην Ελλάδα μια σειρά από θετικές εξελίξεις στην οικονομία, παρά τις έντονες αρνητικές επιπτώσεις που είχαν η πανδημία Covid-19 και η Ρώσο-Ουκρανική κρίση, οι οποίες υποχρέωσαν τις αρχές να λάβουν σοβαρά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης και δημοσιονομικής στήριξης διεθνώς, πολιτικές που σταδιακά, όμως, αποσύρονται και αντιστρέφονται.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κυβέρνηση προχώρησε ταχύτατα την ψηφιοποίηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, έκανε την οικονομία ιδιαίτερα φιλική και ελκυστική για ξένες και εγχώριες επενδύσεις, επιτεύχθηκαν υψηλά επίπεδα τραπεζικής ρευστότητας και αποκαταστάθηκε η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, μειώθηκαν σημαντικά οι άμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις, ιδιαίτερα εκείνες με ισχυρό αναπτυξιακό πρόσημο, υλοποιήθηκε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα στήριξης των επενδύσεων και του ψηφιακού και ενεργειακού μετασχηματισμού μέσω του «Ελλάδα 2.0», χρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, προχώρησαν μία σειρά κρίσιμων ιδιωτικοποιήσεων, βελτιώθηκε σημαντικά η εξαγωγική δυναμική της ελληνικής οικονομίας, και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας υπερ-απόδωσε τα τελευταία δύο χρόνια, έναντι της ΕΕ-27, με τον τουριστικό κλάδο να συνεισφέρει σημαντικά σ’ αυτή την πορεία.
Αλλά η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει μία σειρά κρίσιμων και δύσκολων προκλήσεων τη νέα τετραετία, που αφορούν κυρίως την υποχρέωση εφαρμογής αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής με περιορισμένο το δημοσιονομικό χώρο, την ανοδική πορεία των επιτοκίων και τον περιορισμό της ρευστότητας, την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, το αυξανόμενο δημογραφικό πρόβλημα και τη στενότητα εργατικών χεριών, τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, την αντιμετώπιση διευρυμένων κοινωνικών ανισοτήτων, το μεγάλο επενδυτικό κενό και τη χαμηλή παραγωγικότητα, το σημαντικό ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας. Θα αναφερθώ στα κυριότερα θέματα αναλυτικότερα.
Οδεύουμε προς αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική με την υποβολή του επικαιροποιημένου Συμφώνου Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περίοδο 2023 – 2026, που θα συμπεριλαμβάνει και δεσμευτικούς δημοσιονομικούς στόχους. Προβλέπονται επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, συνεχής αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του Α.Ε.Π. και περιορισμένα περιθώρια υλοποίησης δημοσιονομικών πολιτικών στήριξης της οικονομίας, όμοια με αυτά που εφαρμόστηκαν τα τελευταία τρία έτη.
Η κυβέρνηση θα κληθεί να κάνει κρίσιμες και όχι ευχάριστες επιλογές στην κατανομή των δαπανών και τη φορολογική πολιτική, αλλά δεν πρέπει να χαθεί η αναπτυξιακή διάσταση στις εν λόγω επιλογές.
Τα εργαλεία της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και των ανοδικών επιτοκίων είναι περιορισμένα, γιατί η ρευστότητα, η νομισματική πολιτική και η πορεία των επιτοκίων καθορίζονται εν πολλοίς από την Ευρωπαΐκή Κεντρική Τράπεζα. Αλλά υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της ακρίβειας και του υψηλού κόστους συντελεστών παραγωγής, με μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού και αντιμετώπισης ολιγοπωλιακών καταστάσεων στην αγορά και το εισαγωγικό εμπόριο, ενίσχυσης της δημοσιονομικής σταθερότητας και επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας, ώστε να αποκλιμακωθεί το ασφάλιστρο κινδύνου στο κόστος δανεισμού και να υλοποιηθεί ένα τολμηρό διαχρονικό πρόγραμμα δημόσιων και κυρίως ιδιωτικών επενδύσεων, ώστε να αυξηθεί σημαντικά η προσφορά των προϊόντων και των υπηρεσιών.
Η υλοποίηση σειράς κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και τη θεσμική αποτελεσματικότητα, καθυστερεί και συναντά εμπόδια και ατολμία. Οι τομείς της δικαιοσύνης, της δημόσιας υγείας, της δημόσιας διοίκησης, των ΔΕΚΟ, ο αγροτικός κλάδος, η δημιουργία ανταγωνιστικού μέγεθος επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των Εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών και της διαφάνειας, λογοδοσίας και εταιρικής διακυβέρνησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και της φορολογικής δικαιοσύνης, και η μετάβαση στη νέα εποχή της ψηφιοποίησης και της πράσινης οικονομίας, οφείλουν να αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της νέας κυβέρνησης.
Η χώρα επίσης αντιμετωπίζει ένα πολύ σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα και στενότητα εργατικού δυναμικού, το οποίο μεσοπρόθεσμα υπονομεύει την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, συνεισφέρει στην αύξηση του εργατικού κόστους, ενώ θέτει επί τάπητος μία σειρά από σοβαρά εθνικά ζητήματα.
Ο πληθυσμός μειώνεται κάθε χρόνο, οι εργαζόμενοι που έφυγαν στο εξωτερικό επιστρέφουν με πολύ χαμηλούς ρυθμούς, παρά τα κίνητρα που τους προσέφερε η κυβέρνηση και η είσοδος μεταναστών που επιθυμούν να μείνουν στην Ελλάδα δεν δείχνει δυναμισμό. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι υποτιμά τη σημασία και προτεραιότητα του θέματος, η αντιμετώπιση του οποίου απαιτεί ολοκληρωμένο σχέδιο, πολύ επίπεδες ρηξικέλευθες συνολικές πολιτικές και ισχυρά κίνητρα.
Ίσως, όμως, η σοβαρότερη πρόκληση για την επόμενη κυβέρνηση αποτελεί η υστέρηση των επενδύσεων. Η δεκαετής ελληνική κρίση μας άφησε πίσω ένα επενδυτικό κενό ύψους € 100 δισεκ.. Παρά τη σημαντική βελτίωση του οικονομικού κλίματος τα τελευταία χρόνια και την εισροή ρεκόρ ξένων κεφαλαίων (€ 7,2 δισεκ. 2022), ο σχηματισμός επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, κρίσιμη αναπτυξιακή παράμετρος, παραμένει υποτονικός. Αυξήθηκε μόνο κατά 13,7% το 2022, έναντι 22,7% αύξηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Χρειάζεται να φτάσουμε σε ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου σημαντικά υψηλότερους του 20% ετησίως και για πολλά χρόνια, για να βελτιώσουμε σημαντικά την παραγωγικότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αποτελεί ανησυχητικό στοιχείο ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτανε πρόσφατα το 9.7% του ΑΕΠ, που επιβεβαιώνει τη χαμηλή παραγωγικότητα.
Τέλος, χώρες που έχουν πετύχει σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά στα οποία υστερούμε: ανταγωνιστικό και σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, αναγνωρισμένα πανεπιστήμια με ερευνητικές δραστηριότητες και ισχυρή τεχνική εκπαίδευση, που συνδυάζονται με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας και τον τεχνολογικό μετασχηματισμό, ενώ παράλληλα δαπανούν για έρευνα και καινοτομία (R&D) σημαντικά ποσά που προσεγγίζουν το 4-5% του ΑΕΠ, ενώ εμείς βρισκόμαστε κάτω του 2%.
Πρέπει και οι δύο εν λόγω τομείς να αποτελέσουν προτεραιότητα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές», καταλήγει.