Διαψεύδονται από το ΠΑΣΟΚ τα περί συνεννόησης μεταξύ του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου για πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Σε ανακοίνωσή του, το ΠΑΣΟΚ ξεκαθαρίζει ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία, πως «δεν υπάρχει πλαίσιο στοιχειώδους συναίνεσης για συνταγματικές αλλαγές» και ότι «τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για φευγαλέες προεκλογικές εντυπώσεις».
Αναλυτικά η ανακοίνωση
«Η κυβερνητική συνεργασία διέπεται από την προγραμματική συμφωνία των δυο κομμάτων και υπηρετεί πολύ συγκεκριμένες και επιτακτικές εθνικές ανάγκες. Ζητήματα σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος, ούτε τέθηκαν ούτε συζητήθηκαν μεταξύ των δυο κομμάτων που έχουν πριν τις εκλογές του 2012 διατυπώσει δέσμες ιδεών και προτάσεων. Η σκληρή εμπειρία της κρίσης που βίωσε και από την οποία αγωνίζεται να βγει και βγαίνει πλέον η χώρα είναι προφανές ότι επηρεάζει καταλυτικά κάθε συζήτηση για μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Μια αναθεωρητική πρωτοβουλία όμως πριν και πάνω από ο,τιδήποτε άλλο προϋποθέτει εθνική ενότητα και πολιτική και θεσμική συναίνεση που αποτυπώνεται στις αυξημένες πλειοψηφίες που προβλέπει το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Στη παρούσα συγκυρία, λόγω της στείρας, μικροκομματικής και μίζερης στάσης της αντιπολίτευσης κυριαρχούν εκλογικές σκοπιμότητες και δεν υπάρχει πλαίσιο στοιχειώδους συναίνεσης για συνταγματικές αλλαγές. Ελπίζουμε μετά τις 25 Μαΐου να διαμορφωθούν στη χώρα συνθήκες που θα επιτρέπουν τέτοιες σοβαρές και υπεύθυνες συζητήσεις με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων του λεγόμενου συνταγματικού τόξου. Κάθε σχετική συζήτηση χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ανούσια ή ακόμη και θεσμικά παρακινδυνευμένη. Και σίγουρα τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για φευγαλέες προεκλογικές εντυπώσεις χωρίς βάθος, συνέχεια και το βασικό τουλάχιστον πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής και θεσμικής συναίνεσης που έχει ζωτική ανάγκη ο τόπος. Σε αυτές τις βασικές και θεμελιώδεις πολιτικές προϋποθέσεις επέμενε και θα επιμένει σταθερά το ΠΑΣΟΚ με προτάσεις και πρωτοβουλίες, όπως την περίοδο που έθετε μόνο του το ζήτημα της Χρυσής Αυγής και του συνταγματικού τόξου.»