Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας παραχώρησε συνέντευξη στο stonisi.gr για το κυρίαρχο δίλημμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου, τον πρωτογενή τομέα, τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, την ευρωπαϊκή συγκυρία και το προσφυγικό ζήτημα, μετά την τραγωδία του ναυαγίου στ’ ανοιχτά της Πύλου.
«Το κρίσιμο ζήτημα για τους πολίτες, τώρα, είναι πώς θα κυβερνηθεί η χώρα, η επόμενη μέρα και η αποτροπή της εφαρμογής αντικοινωνικών πολιτικών» τόνισε ο κ. Τσίπρας και επισήμανε ότι η επανεκλογή Μητσοτάκη θα σημάνει την ορμπανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και τη μετατροπή της κυβέρνησής του σε καθεστώς.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εκ μέρους όλης της δημοσιογραφικής μας ομάδας θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε, πρέπει να είναι πολύ στρεσογόνες αυτές οι ημέρες λίγο πριν τις εκλογές.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Συνηθισμένοι είμαστε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να ξεκινήσουμε λοιπόν από το προσφυγικό, γιατί με την τραγωδία στην Πύλο επέστρεψε βίαια στην ατζέντα. Η Λέσβος ανακάλεσε πολύ σκληρές θύμισες από το ναυάγιο και ο κ. Μητσοτάκης από τη Σπάρτη σας κατηγόρησε ότι κουνάτε το δάχτυλο, ότι ανεχτήκατε το κολαστήριο της Μόριας. Τι απαντάτε;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Απαντάμε ότι για εμάς προτεραιότητα έχει η ανθρώπινη ζωή. Και θύμισε, όπως λέτε, δύσκολες μέρες για τη χώρα και για τη Λέσβο, αλλά και μέρες που η χώρα έγινε συνώνυμο -και η Λέσβος- της ανθρωπιάς. Όταν 1.200.000 πρόσφυγες, η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση που ξέσπασε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξέσπασε πάνω στα νησιά μας και στη Λέσβο ειδικότερα.
Και τότε οι νησιώτες μας έδειξαν ευαισθησία, αλληλεγγύη, ανθρωπιά. Και ο κρατικός μηχανισμός, οι άντρες και οι γυναίκες του Λιμενικού Σώματος, της Αστυνομίας, των Ενόπλων Δυνάμεων, είχαν όλοι έναν στόχο: να σώζουν ανθρώπινες ζωές. Άρα λοιπόν νομίζω ότι εδώ δεν έχει να κάνει τόσο, αν θέλετε, με τις πολιτικές σκοπιμότητες, έχει να κάνει με το αν κανείς βάζει ως προτεραιότητα την ανθρώπινη ζωή.
Η Λέσβος είναι ένα νησί το οποίο υπέφερε από το προσφυγικό – μεταναστευτικό. Και υπέφερε όχι τόσο εκείνες τις μέρες, όχι τόσο τις μέρες που όλος ο πληθυσμός -δεν θα ξεχάσω αυτή την εικόνα που καταγράφηκε, των τριών ηλικιωμένων γυναικών, δυστυχώς έχουν αποβιώσει και οι τρεις, που κρατούσαν στην αγκαλιά τους τα μωρά, τα μωρέλια που λέτε κι εσείς στη Λέσβο, των προσφύγων. Δεν υπέφερε τόσο εκείνες τις μέρες η Λέσβος. Η Λέσβος υπέφερε από τις επιλογές που έγιναν αργότερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε μια ευρωτουρκική συμφωνία που είχε πολλά θετικά αλλά και πολλά αρνητικά. Το θετικό είναι ότι σταμάτησαν να πνίγονται άνθρωποι στις θάλασσές μας, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αλλά είναι και το αρνητικό, ότι ήθελε να ρίχνει όλο το βάρος στις χώρες πρώτης υποδοχής και δεν επέτρεπε τη δυνατότητα οι άνθρωποι αυτοί, οι πρόσφυγες οι οποίοι περνούσαν στη νησιωτική χώρα, να μεταφέρονται στην ενδοχώρα και να γίνει καταγραφή και να υπάρχει η δυνατότητα να ζητήσουν άσυλο και να εξεταστεί το άσυλό τους στην ενδοχώρα. Αυτό είναι το πολύ αρνητικό αυτής της συμφωνίας. Βεβαίως, οφείλω να πω ότι παρά το γεγονός ότι περάσαμε πολύ μεγάλες δυσκολίες, καταφέραμε να έχουμε πάνω από 30.000 μετεγκαταστάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσφύγων, δηλαδή νόμιμες οδούς επανεγκατάστασης και μετεγκατάστασης προσφύγων, τόσο από τη Λέσβο και τα άλλα νησιά, όσο όμως και από την Τουρκία.
Σήμερα έχουμε μια άλλη στρατηγική και άλλη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας. Ήμασταν τυχεροί, διότι οι ροές σταμάτησαν με την πανδημία. Ήμασταν τυχεροί διότι οι ροές μειώθηκαν δραστικά, εντούτοις, όμως, νομίζω ότι αυτή η πολιτική της Ευρώπης-φρούριο, βρίσκει τα όριά της. Και βρίσκει τα όριά της μ’ έναν δραματικό τρόπο. Διότι νομίζω, και δεν θέλω να θεωρήσω ότι έχω το προνόμιο της κοινωνικής ευαισθησίας, πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος συνταράσσεται όταν βλέπει ένα περιστατικό σαν αυτό που είχαμε στα ανοιχτά της Πύλου. 700 άνθρωποι από τους οποίους επέζησαν μονάχα 104. Μιλάμε για μικρά παιδιά, μιλάμε για ανθρώπους που διεκδίκησαν να έχουν μια καλύτερη ζωή γιατί έρχονται από εμπόλεμες περιοχές, και βρέθηκαν σ’ ένα σαπιοκάραβο από τους διακινητές, που τους ζητούσαν μια περιουσία για να τους περάσουν απέναντι, και τελικά τους οδήγησαν σ’ έναν υγρό τάφο. Αλλά και την αδυναμία των Ελληνικών Αρχών, ενώ είχε μέσα στα χέρια του αυτό το σκάφος για πάνω από 12 ώρες, να διασώσει και να σώσει την ανθρώπινη ζωή.
Γι’ αυτό λοιπόν θεωρούμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αλλάξει στρατηγική. Να έχουμε μια νέα συμφωνία για τη μετανάστευση και το άσυλο. Να αναθεωρηθεί το Δουβλίνο ΙΙ, να μην πέφτουν όλα τα βάρη στις χώρες πρώτης υποδοχής. Και να τηρούμε και να ακολουθούμε έναν κανόνα που θα θέλει και την προστασία των συνόρων, αυτό που επιτάσσει η λογική, να προστατεύουμε τα σύνορα τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά, αλλά και την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Γιατί αυτό επιτάσσουν οι αξίες μας, αυτό επιτάσσει και το διεθνές Δίκαιο.
Σε ό,τι αφορά τη Λέσβο αυτή καθαυτή, επιτρέψτε μου να σας πω ότι αντιμετωπίσαμε πολύ μεγάλες δυσκολίες και καταφέραμε σε συνεργασία και με τις τοπικές Αρχές, με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τους φορείς της πόλης, να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε σε αυτή την κρίση. Υπήρξαν πράγματι στιγμές πολύ δύσκολες σε ό,τι αφορά τη Μόρια, που δεν μας κάνουν να είμαστε περήφανοι. Αλλά ήμασταν αυτοί οι οποίοι καταφέραμε στο τέλος της θητείας μας να αποσυμφορήσουμε τη Μόρια, να την παραδώσουμε στην επόμενη κυβέρνηση με 5.000 πρόσφυγες, ενώ πολύ γρήγορα αυτοί οι 5.000 έγιναν 25.000.
Και θέλω να θυμίσω, γιατί ξεχνάμε εύκολα, ότι η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα πρώτα χρόνια, πριν έρθει η πανδημική κρίση, ήταν μια επιλογή σκληρής σύγκρουσης με την τοπική κοινωνία. Με τα ΜΑΤ, με συγκρούσεις. Άρα λοιπόν κατανοώ πλήρως ότι οι πολίτες της Λέσβου έχουν πολύ αρνητικές μνήμες και εμπειρίες από όλη αυτή την προσφυγική κρίση που έσκασε στη δική τους πλάτη, απ’ την άλλη όμως πιστεύω ότι πρέπει να είναι περήφανοι για εκείνη την εικόνα του 2015. Μια εικόνα που έκανε, επαναλαμβάνω, τη Λέσβο και την Ελλάδα, συνώνυμο της ανθρωπιάς, που έφερε τον Πάπα Φραγκίσκο στο νησί μαζί με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, που έκανε όλη τη διεθνή κοινότητα να δίνει συγχαρητήρια στους νησιώτες μας για την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, είναι αλήθεια ότι υπήρξε αποσυμφόρηση, πράγματι. Είναι αλήθεια επίσης ότι έχετε ζητήσει κι εσείς νόμιμες οδούς για να περνούν οι πρόσφυγες. Υπάρχει όμως ζήτημα προστασίας θαλασσίων συνόρων; Καταλαβαίνουμε και τη Λέσβο που έχει κουραστεί να ακούει για το προσφυγικό, γενικώς την «κόπωση» που υπάρχει σε σχέση με αυτό το θέμα, υπάρχει όμως ζήτημα πραγματικής προστασίας; Μήπως τελικά καμιά φορά εγκλωβίζεται η συζήτηση σε μια Ακροδεξιά ατζέντα;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Κοιτάχτε, υπάρχει θέμα προστασίας συνόρων, είτε θαλασσίων, είτε χερσαίων. Και, επαναλαμβάνω, αυτό επιτάσσει η λογική. Από την άλλη όμως υπάρχει κι ένα διεθνές Δίκαιο το οποίο οφείλουμε να τηρήσουμε. Και θέλω να είμαι απόλυτα σαφής. Εικόνες σαν αυτές που ανέδειξαν οι New York Times, με επαναπροωθήσεις προσφύγων σε αυτοσχέδιες σχεδίες μέσα στη θάλασσα, είναι εικόνες ντροπής. Και είναι εικόνες ντροπής όχι μόνο, επαναλαμβάνω, διότι είναι απόλυτα αντίθετες με όσα ορίζει το διεθνές Δίκαιο, αλλά γιατί είναι και εικόνες που δεν συνάδουν με τις αξίες της πατρίδας μας. Με την αξία της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, που είναι βασικό συστατικό του brand name που λέγεται Ελλάδα, ας το πω έτσι.
Και να πω και κάτι ακόμα: Είμαστε μια χώρα η οποία επενδύει πάρα πολλά στο διεθνές Δίκαιο. Οι σχέσεις μας με την Τουρκία στηρίζονται στην υπεράσπιση του διεθνούς Δικαίου από τη δική μας πλευρά. Και όλη μας η επιχειρηματολογία. Όταν λοιπόν διεθνώς αναδεικνύεις μια συμπεριφορά και μια εικόνα μη σεβασμού στο διεθνές Δίκαιο, μετά χάνεις επιχειρήματα στη μεγάλη εικόνα, που είναι η επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς Δικαίου.
Άρα λοιπόν θεωρώ, και είμαι απόλυτος σε αυτό, ότι η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ακολουθήσει μεθόδους και επιχειρησιακά σχέδια που δεν συνάδουν με τα όσα ορίζει το διεθνές Δίκαιο, είναι απολύτως προβληματική τόσο σε ό,τι αφορά το θέμα το αξιακό, όσο όμως και σε ό,τι αφορά τη στρατηγική και την εθνική γραμμή της χώρας σε κρίσιμα θέματα και κυρίως στις ελληνοτουρκικές διαφορές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ένα άλλο θέμα που αφορά τη Λέσβο αλλά και την Περιφέρεια γενικότερα, είναι ο πρωτογενής τομέας, δηλαδή τα αγροτικά, τα κτηνοτροφικά και η αλιεία, τα οποία δεν τέθηκαν καν στο debate των πολιτικών αρχηγών, που υποτίθεται ότι αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα για τη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προτάσεις;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Βάζετε ένα κρίσιμο θέμα στη συζήτησή μας. Δεν είναι μόνο αυτά που δεν τέθηκαν, νομίζω ότι δυστυχώς δεν έγινε ουσιαστική συζήτηση πάνω στα προγράμματα των κομμάτων. Και αυτό ήταν επιλογή του κ. Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας. Και ήταν επιλογή ακριβώς διότι ήθελε η συζήτηση να μην αφορά το σήμερα και το αύριο, αλλά να αφορά το χτες. Και νομίζω ότι πρέπει να κουβεντιάσουμε, όσος χρόνος απομένει μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, διότι το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου θα κρίνει πώς θα κυβερνηθεί η χώρα και από ποιους για την επόμενη τετραετία. Και είναι κρίσιμο.
Η Λέσβος είναι πράγματι ένα νησί που έχει πολύ σημαντική στήριξη η οικονομία της από τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Και την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα, θυμάμαι ότι τα παράπονα, οι αγωνίες των ανθρώπων της παραγωγής, των κτηνοτρόφων και των παραγωγών ήταν πάρα πολύ μεγάλα, διότι το ενεργειακό κόστος έχει δημιουργήσει συνθήκες εξαιρετικά δυσμενείς στο να μείνουν στην παραγωγική διαδικασία. Και βεβαίως ταυτόχρονα η αλλαγή η κλιματική, η κλιματική κρίση, διαμορφώνει επίσης πολύ δυσμενείς συνθήκες, στον βαθμό που ο ΕΛΓΑ είναι ένας Οργανισμός που βρίσκεται υπό κατάρρευση και που ο αγρότης, ο παραγωγός, δεν έχει καμία εμπιστοσύνη ότι αν τα καιρικά φαινόμενα δεν ευνοήσουν τη σοδειά του, θα μπορέσει από κάπου να στηριχθεί.
Ταυτόχρονα, ένα τεράστιο θέμα είναι η αύξηση των τιμών των αγροεφοδίων και των ζωοτροφών για τους κτηνοτρόφους, σε συνδυασμό με τη μείωση του εισοδήματός τους. Αυτά λοιπόν είναι ζητήματα που πρέπει να κουβεντιάσουμε και πρέπει να θέσουμε επί τάπητος.
Έχουμε πολύ αρνητικές εξελίξεις, έχουμε τη νέα ΚΑΠ, η οποία θα φέρει χαμηλότερα κονδύλια στην αγροτική παραγωγή. Έχουμε επίσης την αρνητική εξέλιξη που έχει να κάνει με το μεγάλο όπλο και τη μεγάλη ευκαιρία της χώρας, που είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που δυστυχώς δεν κατευθύνεται στην Περιφέρεια, δεν κατευθύνεται στην αγροτική παραγωγή. Μόνο 500 εκατομμύρια ευρώ από τα 32 δισεκατομμύρια σχεδιάζει η απελθούσα κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να δώσει στην αγροτική παραγωγή.
Είναι λοιπόν τεράστια τα ζητήματα αυτά. Και αν όλα αυτά τα συνδέσουμε και με το γεγονός ότι σήμερα η μικρομεσαία επιχείρηση αλλά και η μέση επιχείρηση, ο μέσος αγρότης ή κτηνοτρόφος δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για να στηριχθεί από χρηματοδοτικά εργαλεία, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολύ δυσοίωνο το μέλλον για τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής.
Εμείς, λοιπόν, για να αντιμετωπιστούν όλα αυτά τα προβλήματα, έχουμε καταθέσει μια σειρά, μια δέσμη προτάσεων. Πρώτα απ’ όλα μιλάμε για την ανάγκη να αξιοποιηθεί αυτό το όπλο που είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, να ανακατανεμηθούν οι πόροι. Μιλάμε για την ανάγκη να υπάρξει ένας νέος σχεδιασμός που θα του δώσει περισσότερους πόρους στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής συνολικά, στην αγροτική οικονομία.
Μιλάμε για την ανάγκη να υπάρξει και προτείνουμε τη δημιουργία ενός Ταμείου, κάτω από την Αναπτυξιακή Τράπεζα, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον αγροτικό κόσμο. Ένα Ταμείο που θα δίνει μικροπιστώσεις στον αγρότη, στον κτηνοτρόφο, για να μπορέσει να στηρίξει επενδυτικές δραστηριότητες.
Είχαμε έτοιμο από το 2019 τον νέο κανονισμό του ΕΛΓΑ, και είναι ακόμα στα συρτάρια του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που διπλασιάζει τους πόρους, δίνει τη δυνατότητα διμερούς χρηματοδότησης, τόσο από την πλευρά των παραγωγών αλλά ισόποσα και από την πλευρά του κράτους. Έχοντας εξασφαλίσει ακόμα και κοινοτικούς πόρους για να πετύχουμε αυτή την ισόποση εθνική στήριξη στον ΕΛΓΑ, ώστε να μπορέσει να γίνει ένα πραγματικό στήριγμα στον αγρότη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις νέες συνθήκες της κλιματικής κρίσης.
Ταυτόχρονα, είμαστε αυτοί οι οποίοι μιλάμε για την ανάγκη άμεσων μέτρων ανακούφισης, όπως η κατάργηση καταβολής, η μη καταβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για το αγροτικό κτηνοτροφικό πετρέλαιο, για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, κάτι το οποίο θα έδινε μια ανάσα. Διότι φανταστείτε, η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, ταυτόχρονα με την κατάργηση στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους να το καταβάλλουν, θα έδινε μια ανάσα, στα 1.000 λίτρα, 500 ευρώ, το οποίο δεν είναι αμελητέο στις μέρες μας. Και ταυτόχρονα μιλάμε και για την ανάγκη επιδότησης των αγροεφοδίων και των ζωοτροφών, που έχουν πάρα πολύ μεγάλη αύξηση στις τιμές το τελευταίο διάστημα.
Μια δέσμη μέτρων που μπορεί να δώσει τόσο ανάσα στην παρούσα συγκυρία, όσο όμως και μια προοπτική. Διότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το κρίσιμο θέμα είναι η προοπτική, δεν είναι μόνο οι πρώτες 50 μέρες. Είναι το πώς θα μπορέσουμε τα επόμενα χρόνια να έχουμε μια μεταρρύθμιση, μεταμόρφωση, μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου που θα στηρίζει τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής και θα δίνει μια προοπτική στον αγρότη και στον κτηνοτρόφο να μείνουν στην ύπαιθρο και να παράξουν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μιλάμε λοιπόν για προγράμματα και θα μπορούσαμε να πούμε, το έχει δείξει εξάλλου και η δημοσιογραφική και έρευνα και ντοκουμέντα, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης καπό την εκλογή του, αν θέλετε, στη Βουλή έχει ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο το οποίο υλοποιεί. Δεν ξέρω δηλαδή κατά πόσο μπορούμε να κάνουμε λόγο για κρυφή ατζέντα όταν βλέπουμε την κατάργηση του οκτάωρου, όταν βλέπουμε υποβάθμιση του ΕΣΥ, την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων και μια σειρά πράγματα τα οποία φαίνεται ότι εδώ και 20 χρόνια τα έχει βάλει στόχο ο ίδιος. Λέτε λοιπόν εσείς ότι απέναντι σ’ αυτό υπάρχει ένα άλλο πρόγραμμα, υπάρχει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Πιο συγκεκριμένα, να το εξειδικεύσουμε. Και εκτός αυτού να μας πείτε τι έφτιαξε και τα τέσσερα χρόνια δεν ακούστηκε αυτό το πρόγραμμα.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Δεν νομίζω ότι δεν ακούστηκε. Έχω την αίσθηση όμως ότι οι πολίτες πέρασαν πολλές απανωτές κρίσεις για πολλά χρόνια στη χώρα μας. Από το 2009-10, η χώρα περνάει κρίσεις. Την κρίση χρέους, τα μνημόνια, τις δυσκολίες που όλοι μαζί ξεπεράσαμε. Μετά την έξοδο από τα μνημόνια και τη ρύθμιση του χρέους και την επιστροφή σ’ έναν θετικό αναπτυξιακό ρυθμό, το οποίο το πετύχαμε εμείς, βρεθήκαμε μπροστά σε μια νέα κρίση που ήταν η πανδημική κρίση. Και μετά βρεθήκαμε σε άλλη μια κρίση που ήταν η ενεργειακή ή πληθωριστική κρίση. Αυτό είχε κουράσει τους πολίτες, δεν υπάρχει αμφιβολία. Και νομίζω ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη είχε την «τύχη» να είναι η μόνη κυβέρνηση μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, που είχε απολύτως χαλαρούς δημοσιονομικούς κανόνες, που δεν είχε την υποχρέωση να τηρήσει όσα προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αλλά είχε τη δυνατότητα να κάνει μια κάποια δημοσιονομική επέκταση για να καλύψει τις δυσκολίες της πανδημίας.
Άρα, δεν εφήρμοσε και το πρόγραμμά του ο κ. Μητσοτάκης αυτά τα χρόνια. Διότι το πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για παράδειγμα, είναι το πρόγραμμα Πισσαρίδη, που τις θεωρεί “ζόμπι” και θέλει να κλείσουν οι περισσότερες απ’ αυτές. Βρέθηκε στη δυνατότητα να δώσει επιστρεπτέες προκαταβολές. Ταυτόχρονα και σε μια σειρά άλλα κρίσιμα ζητήματα είχε τη δυνατότητα να δαπανήσει χρήματα. Είχε τη δυνατότητα να δώσει τα περίφημα pass και δεν εφήρμοσε το σχέδιο του.
Το ΕΣΥ, επίσης, το σχέδιο Μητσοτάκη είναι αυτά που ξέφυγαν στον κ. Πνευματικό προεκλογικά και τον έδιωξαν από τα ψηφοδέλτια. Είναι ένα σχέδιο σύμπραξης Δημόσιου – Ιδιωτικού, να μετατραπούν τα δημόσια νοσοκομεία σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, να μειωθούν κι άλλο οι δαπάνες για τη δημόσια Υγεία και να γίνεται και διαλογή ασθενών. Διότι όταν δεν θα υπάρχουν δαπάνες, θα είναι αναγκασμένοι οι γιατροί μας να επιλέγουν τους ασθενείς ανάλογα με το προσδόκιμο ζωής.
Έλεγα λοιπόν ότι εδώ πρέπει να δούμε το εκλογικό αποτέλεσμα της κάλπης της 21ης του Μάη μέσα από ένα συνολικότερο πρίσμα. Και, κυρίως, εμείς έχουμε αναλάβει τις ευθύνες που μας αναλογούν. Η απλή αναλογική τελικά λειτούργησε -και είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Λέσβου- στον κατακερματισμό των δυνάμεων του προοδευτικού χώρου. Ενώ φαίνεται ότι αυτό δεν ίσχυσε για τη Νέα Δημοκρατία, που ήταν εξαρχής απέναντι σε οποιοδήποτε σχέδιο απλής αναλογικής. Άρα διατήρησε τα ποσοστά της, ενώ τα ποσοστά των προοδευτικών δυνάμεων κατακερματίστηκαν. Κατακερματίστηκαν μεν, χωρίς όμως προοπτική συνεργασίας για να δημιουργήσουμε αυτό το οποίο ήταν και παραμένει το όραμά μας, μια προοδευτική κυβέρνηση απέναντι στα σχέδια της Δεξιάς.
Νομίζω όμως ότι τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση που έχει μια διπλή ιδιομορφία: Ναι μεν έχει πρόσφατο το αποτέλεσμα της προηγούμενης κάλπης, από την άλλη όμως είναι με ένα άλλο σύστημα, ξαναγυρίσαμε στο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Πράγμα που σημαίνει ότι τα διλήμματα τίθενται πολύ σκληρά, όπως κάθε φορά που έχουμε μια εκλογική αναμέτρηση. Και το δίλημμα είναι αν θα έχουμε την επόμενη μέρα μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα, τη Νέα Δημοκρατία δηλαδή, σε πολύ πιο σκληρή εκδοχή, γιατί δεν θα υπάρχουν οι όροι της δημοσιονομικής επέκτασης ετούτη τη φορά, θα τελειώσουν τα pass, δεν θα μειωθεί όμως ο ΦΠΑ, άρα τι θα γίνει με την ακρίβεια; Δεν θα αυξηθούν οι δαπάνες για την Υγεία και θα εφαρμοστεί ένα σχέδιο το οποίο είναι λίγο ανατριχιαστικό για τον μέσο άνθρωπο, η επιλογή ασθενών για παράδειγμα είναι κάτι το οποίο δεν νομίζω ότι είναι ελκυστικό. Και ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι από τη μια πλευρά είναι αυτό το σχέδιο, απ’ την άλλη είναι το μόνο εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης, που είναι το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παραμένει ο κύριος, ο βασικός πυλώνας των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου.
Συνεπώς, το δίλημμα είναι σκληρό και αφορά όλους μας, αφορά και τους πολίτες της Λέσβου. Το δίλημμα λοιπόν τούτη τη φορά είναι αν θα επαναληφθεί αυτός ο συσχετισμός, με ό,τι μπορεί να σημαίνει για την επόμενη μέρα, ή θα ανατραπεί στην κάλπη και θα έχουμε έναν ισχυρό ΣΥΡΙΖΑ, είτε για να καταφέρουμε -θα δώσουμε τη μάχη μέχρι τελευταίο λεπτό πριν κλείσει η κάλπη να ανατραπεί πλήρως ο συσχετισμός και να νικήσουμε- είτε, αν αυτό δεν το καταφέρουμε, τουλάχιστον -και είναι κρίσιμο για τη Δημοκρατία και για την κοινωνία- να υπάρχει η δύναμη εκείνη που θα μπορεί να κοιτάζει στα μάτια τον κ. Μητσοτάκη και τις πολιτικές του, προκειμένου να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο και να αποτρέπει την εφαρμογή αντιλαϊκών και αντικοινωνικών πολιτικών. Συνεπώς, ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ, κατά την άποψή μας, σημαίνει ισχυρή κοινωνία αλλά και υγιής Δημοκρατία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, πράγματι, τα pass ήταν κάτι πολύ θελκτικό για τους ψηφοφόρους, παρ’ όλα αυτά ένα ισχυρό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας που αναδείχθηκε από την 21η Μαΐου δείχνουν μια τάση συντηρητικοποίησης της κοινωνίας. Απέναντι σε αυτό, αρκεί μια προοδευτική πολιτική ή χρειάζεται μια Αριστερή πολιτική; Και υπάρχει θέμα ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ηγηθεί αυτή τη στιγμή της Αριστεράς στο σήμερα;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Δε νομίζω ότι είναι αντιθετικό το «προοδευτική» με το «Αριστερή» πολιτική, χρειάζεται μια προοδευτική Αριστερή πολιτική. Σύγχρονη, όμως, που να πατάει στα προβλήματα. Δεν νομίζω ότι οι πολίτες θέλουν μια Αριστερά που να την ενδιαφέρει μονάχα πώς θα μεγαλώσει το χωράφι της, αλλά μια Αριστερά που θα την ενδιαφέρει πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος.
Και οφείλω να σας πω ότι αυτό δεν αναδείχθηκε από τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις στην προηγούμενη προεκλογική αναμέτρηση. Εμείς τείναμε το χέρι της συνεργασίας για να δούμε πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος. Αυτοί έλεγαν «το ίδιο είναι, δεν μας ενδιαφέρει». Το ΚΚΕ έλεγε «δεν με ενδιαφέρει πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος». Και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ φάνηκε ότι το μόνο που το ενδιέφερε τελικά ήταν πώς θα χτυπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ αρνούμενο την προοδευτική συνεργασία, αγνοώντας όμως το γεγονός ότι η Δεξιά έχει τη δυνατότητα να γίνει ανεξέλεγκτη, ασύδοτη και ισοπεδωτική την επόμενη μέρα.
Σήμερα μάλιστα άκουσα τον κ. Μητσοτάκη να λέει ότι ο κ. Ανδρουλάκης ενδόμυχα ήθελε πάρα πολύ την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Και νομίζω ότι έχει δίκιο, αυτό ήθελε. Για να βγει από το δύσκολο δίλημμα, με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει. Όμως τους πολίτες δεν μπορεί να τους αφορά αν κάποιος θέλει να έχει ένα μεγαλύτερο ποσοστό, τους αφορά πώς θα κυβερνηθεί η χώρα, με ποιο πρόγραμμα, με ποιο σχεδιασμό. Αυτό είναι το κρίσιμο.
Κι αυτό είναι το κρίσιμο σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση που ουσιαστικά γυρνάμε πια στον κλασικό εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής. Το κρίσιμο για την επόμενη μέρα είναι πώς και από ποιους θα κυβερνηθεί η χώρα. Και, βεβαίως, ποιες θα είναι οι συνθήκες την επόμενη μέρα για την κοινωνία και οι συνθήκες για τη Δημοκρατία. Διότι, επαναλαμβάνω, αν έχουμε μια επανάληψη αυτού του κατακερματισμού των δυνάμεων των προοδευτικών και την επανάληψη και του υψηλού ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας ταυτόχρονα, δεν θα έχουμε απλά μια κυβέρνηση Δεξιά, θα έχουμε ένα καθεστώς.
Ο κίνδυνος για τη χώρα την επόμενη μέρα είναι η «Ορμπανοποίηση». Ο κ. Μητσοτάκης είναι ένας πολιτικός που ξεκίνησε θέλοντας να μοιάσει στον Μακρόν και τείνει να μοιάζει στον Όρμπαν με τις πολιτικές του. Και στο μεταναστευτικό και σε ό,τι έχει να κάνει με τη Δημοκρατία και σε ό,τι έχει να κάνει με την ενημέρωση, με το ασφυκτικό πλαίσιο στην ενημέρωση που μας έχει οδηγήσει να είμαστε 108οι στον κόσμο…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: 107οι.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Ναι, κερδίσαμε μια θέση, αλήθεια είναι αυτό. Και σε ό,τι έχει να κάνει με το ζήτημα της συρρίκνωση του κράτους Δικαίου. Σας θυμίζω τις παράνομες παρακολουθήσεις, ακόμα και τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων παρακολουθούσε η ΕΥΠ. Άρα, λοιπόν, αυτοί είναι οι κίνδυνοι.
Και απευθυνόμενος σε κάθε δημοκρατικό και πολίτη της Λέσβου, θέλω να απευθύνω αυτό το κάλεσμα, παρά τις πιθανές ενστάσεις, διαφωνίες που μπορεί να έχει απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την κριτική, που είναι καλοδεχούμενη. Η επόμενη μέρα χρειάζεται μια ισχυρή δύναμη να μπορέσει να αποτρέψει αντικοινωνικές πολιτικές, να μπορέσει να στηρίξει τον παραγωγό, τον αγρότη, τους μη προνομιούχους πολίτες, τους μικρομεσαίους, τους μισθωτούς, τους νέους ανθρώπους. Αυτό είναι το κρίσιμο για την επόμενη μέρα και γι’ αυτό δίνουμε τη μάχη.