Εφ’ όλης της πολιτικής ύλης η συνέντυξη που παραχώρησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, παραμονές του Διαρκούς Συνεδρίου και εν τω μέσω της αιφνίδιας υποψηφιότητας Κασσελάκη.
Ερωτηθείς σχετικά (kontra τ/σ), ανέφερε ότι έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ότι συμφωνεί μαζί του σε θέματα όπως, για παράδειγμα, αυτά που αφορούν το δικαιωματικό χώρο, αλλά εξέφρασε τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο γνωρίζει το κόμμα, την ιστορία του και τους ανθρώπους του. Γιατί το κόμμα, όπως είπε, δεν είναι επιχείρηση να φέρεις διευθύνοντα σύμβουλο από άλλη χώρα.
Όσον αφορά στο debate, ανέφερε ότι έχει προταθεί εκ μέρους του να γίνει μια ανοιχτή δημόσια συζήτηση, όπως αυτή που έχει προτείνει για παράδειγμα η Νομαρχιακή Πειραιά, όπου οι υποψήφιοι θα κάνουν τις τοποθετήσεις τους και θα απαντήσουν σε ερωτήσεις του κόσμου. Επισήμανε ότι και οι δημοσιογράφοι, όπως άλλωστε οι ίδιοι το έχουν πει, δεν είναι ικανοποιημένοι από τον τρόπο που διεξάγονται τα debates στην Ελλάδα, και ότι ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ προτιμάει τις αναλύσεις επί της ουσίας και όχι να περιορίζονται οι υποψήφιοι σε “ατάκες” που θα γράψουν επικοινωνιακά.
Για τη διαδικασία εκλογής του προέδρου, θύμισε ότι υπάρχει συμφωνία, ότι προβλέπεται από το καταστατικό, αυτή να είναι όμοια με τον τρόπο εκλογής του Αλέξη Τσίπρα, και ανάφερε ότι (σήμερα) Παρασκευή, θα καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για το κόμμα και τη λειτουργία του.
Υπογράμμισε την άποψή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να έχει μια ξεκάθαρη ταυτότητα, που δεν θα είναι άθροισμα απόψεων αλλά σύνθεση αυτών. Ο κόσμος πρέπει να αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα τις θέσεις του κόμματος και αυτό να αποτελέσει τη βάση της συζήτησης για τη σύνθεση. Και πως ο ίδιος σαφώς και μπορεί να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ενότητα και δίνοντας στα μέλη και στον κόσμο του υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση για τις αξίες και τις ιδέες του κόμματος.
Αναφερόμενος στις αιτίες της εκλογικής ήττας, επισήμανε ότι πριν τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε θολό αφήγημα και υπάρχουν ευθύνες για αυτό στην ηγεσία και στα στελέχη του κόμματος. Εκ των υστέρων κρίνοντας, έπρεπε να πούμε στον κόσμο ότι εμείς σας βγάλαμε από τα μνημόνια και η κοινωνία που ονειρευόμαστε είναι αυτή. Αυτό, πρέπει να κάνουμε και τώρα, γιατί αυτό θα δώσει ελπίδα στον κόσμο και αιχμηρότητα στον πολιτικό μας λόγο. Μια από τις αιτίες της ήττας μας ήταν ότι ο κόσμος έχασε κάποια στιγμή την ελπίδα ότι μπορεί να είναι καλύτερα από ό,τι είναι με τα pass του κ. Μητσοτάκη, εμείς οφείλουμε να τον πείσουμε ότι μπορεί με το δικό μας πρόγραμμα να είναι καλύτερα.
Σχετικά με τις διαφορές που υπάρχουν μέσα στο κόμμα, επισήμανε ότι πριν το 2015 ήταν πολύ μεγαλύτερες και ότι η σύνθεση απόψεων είναι απολύτως εφικτή, αρκεί να υπάρχει σεβασμός στα όργανα και στις διαδικασίες. Χρειάζεται ιδεολογική και πολιτική συζήτηση και ομάδες εργασίας για όλες τις πτυχές της πολιτικής, κάτι που όπως είπε έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει πάρα πολύ καλά.
Για τη σχέση του με τον Αλέξη Τσίπρα θύμισε ότι τον είχε υποστηρίξει και για δήμαρχο και για αρχηγό και στην κόντρα του με τον Αλέκο Αλαβάνο. Αλλά και ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας τον είχε υπουργό στην κυβέρνησή του και κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο μετέπειτα. Τόνισε ότι οι διαφωνίες είναι χρήσιμες και ότι, αντιθέτως, δεν προσφέρει τίποτα να λέει κανείς πάντα αυτό που θέλει να ακούσει ο αρχηγός.
Αναφορικά με τη ζημιά που προκάλεσε προεκλογικά στο κόμμα η αναφορά του κ. Κατρούγκαλου στις ασφαλιστικές εισφορές, απάντησε ότι όταν ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να αλλάξει τη ροή της ιστορίας, τότε δεν πρέπει να εξετάζεται το γεγονός αλλά η ευαλωτότητα του συστήματος σε αυτό. Γιατί ένα κόμμα στιβαρό και με αυτοπεποίθηση, είναι θωρακισμένο σε τέτοιου είδους αναταράξεις.
Δήλωσε βέβαιος ότι μπορεί ως πρόεδρος να νικήσει τον κ. Μητσοτάκη και παράλληλα ότι είναι υπέρ της συζήτησης με τη σοσιαλδημοκρατία.
Ερωτηθείς, τέλος, για το ρόλο των δημοσιογράφων, ανέφερε ότι σέβεται πολύ τους δημοσιογράφους που κάνουν σοβαρή ερευνητική δουλειά, φέρνοντας ως πιο πρόσφατα παραδείγματα την υπόθεση των υποκλοπών ή τη δολοφονία Καραϊβάζ. Επεσήμανε ωστόσο, ότι το πρόβλημα που συχνά παρατηρείται στο πολιτικό ρεπορτάζ – και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο – είναι ότι πολύ συχνά οι δημοσιογράφοι δεν ξεχωρίζουν την είδηση από την άποψη, τις συγχέουν, διαστρεβλώνοντας μάλιστα την πρώτη. Και εκεί έγκειται το πρόβλημα.