Η απειλή αλλοίωσης των δημογραφικών -και κατ’ επέκταση των πολιτικών- συσχετισμών στην περιοχή της Χειμάρρας, στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης που προωθούν τα Τίρανα, έχει εσχάτως προσθέσει άλλο ένα ζήτημα στην ήδη βεβαρυμένη ατζέντα των ελληνοαλβανικών σχέσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα έχει παρέμβει προς την κυβέρνηση του Έντι Ράμα, ζητώντας του να γίνουν σεβαστές οι απόψεις της ελληνικής μειονότητας και των κατοίκων της Χειμάρρας.
Προς το παρόν όμως δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για το αν θα υπάρξει κατανόηση στα αιτήματα αυτά, ενώ την Τετάρτη 23 Ιουλίου αναμένεται να οριστικοποιηθεί και να εισαχθεί για συζήτηση στη αλβανική Βουλή η σχετική πρόταση για την αλλαγή των διοικητικών ορίων στο πλαίσιο του «αλβανικού Καλλικράτη».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο σκοπός είναι οι σχετικές αποφάσεις να ληφθούν μέχρι τα τέλη Ιουλίου.
Το πρόβλημα με τη Χειμάρρα ξεκίνησε έπειτα από την πρωτοβουλία των Τιράνων για αναδιάρθρωση του αυτοδιοικητικού χάρτη της χώρας. Με το νέο σύστημα θα υπάρχουν πλέον μόνο δήμοι, καθώς οι επαρχίες που υπήρχαν θα ενσωματωθούν σε αυτούς. Πριν από περίπου δύο μήνες μάλιστα, η κυβέρνηση Ράμα παρουσίασε πέντε προτάσεις για τον νέο χάρτη που περιλαμβάνει 61 δήμους.
Όπως τονίζουν πηγές που γνωρίζουν τις λεπτομέρειες του θέματος, η πρόταση «νούμερο 5» ήταν αυτή που ικανοποιούσε την ελληνική μειονότητα και σεβόταν το σημερινό status quo. Προέβλεπε τη συνένωση πέντε επαρχιών στον Δήμο των Αγίων Σαράντα και τριών επαρχιών στον Δήμο Αργυροκάστρου – τις δύο βασικές και αναγνωρισμένες μειονοτικές περιοχές όπου κατοικούν ελληνικοί πληθυσμοί.
Σε ό,τι δε αφορά στη Χειμάρρα, η οποία σημειωτέον δεν αναγνωρίζεται ως μειονοτική περιοχή από την αλβανική κυβέρνηση (παρά τις διεθνείς αποφάσεις), προβλεπόταν η συνένωση με την επαρχία Λούκοβο. Επρόκειτο για μία ιστορικά και γεωγραφικά ενιαία περιοχή που δεν θα διατάρασσε τις δημογραφικές ισορροπίες.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Ράμα φαίνεται πως προτιμά τελικά την «πρόταση νούμερο 4», η οποία έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρότασης, μαζί με τη Χειμάρρα και το Λούκοβο προτείνεται να συμπεριληφθεί η επαρχία Βράνιτσα (με εγγεγραμμένους περίπου 3.500 κατοίκους).
Όπως τονίζεται, η περιοχή αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη Χειμάρρα, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από αυτή (σσ. ουσιαστικά στην άλλη πλευρά του βουνού) και χάρη στη δημογραφική της σύνθεση θα αλλοιώσει τις σημερινές ισορροπίες τόσο εθνοτικά όσο και θρησκευτικά.
Όλα αυτά συνηγορούν στην κατάρριψη του στοιχείου της λειτουργικότητας της συνένωσης αυτής εξηγούν διπλωματικοί κύκλοι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οργανώσεις Τσάμηδων έφθασαν στο σημείο να ζητήσουν και αλλαγές στις κυβερνητικές προτάσεις ακόμη και για τις περιοχές των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου που, ευτυχώς όπως φαίνεται, δεν θα ευδοκιμήσουν.
Όπως προαναφέρθηκε, η Αθήνα παρενέβη προς τα Τίρανα. Ωστόσο και ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητας της παρέμβασης αυτής, είναι σαφές ότι τα αγκάθια στις διμερείς σχέσεις παραμένουν. Αυτό δε παρά τη σαφή υποστήριξη που έλαβε η Αλβανία από την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια που η χώρα μας ασκούσε το πρώτο εξάμηνο του 2014 την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, ώστε να αποσπάσει καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας.
Διπλωματικές πηγές εκτιμούν ότι η κίνηση αυτής της ελληνικής πλευράς θα επιτρέψει στην Αθήνα να διατηρεί ένα μοχλό πίεσης επί θεμάτων που ταλανίζουν τις διμερείς σχέσεις.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι παρά τις επίμονες (ίσως και στωϊκές) προσπάθειες του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου να βρεθούν λύσεις που θα επιτρέψουν και την απεμπλοκή στο ζήτημα της συμφωνίας των θαλασσίων ζωνών, η κυβέρνηση Ράμα δεν εμφανίζεται διατεθειμένη για αμοιβαία βήματα.
Μία θετική εξέλιξη θα μπορούσε να θεωρηθεί η συμφωνία για το ζήτημα των τοπωνυμίων. Σε όλα τα υπόλοιπα θέματα όμως (όπως πχ τα στρατιωτικά κοιμητήρια ή το καθεστώς του εμπολέμου), οι Αλβανοί κωλυσιεργούν. Αν μάλιστα αληθεύουν οι πληροφορίες ότι τα Τίρανα έχουν συνδέσει το «ξεπάγωμα» της συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες με το ζήτημα των περιουσιών υπό μεσεγγύηση (σσ. πρόκειται για τις περιουσίες Αλβανών υπηκόων που χαρακτηρίστηκαν ως «εχθρικές» μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου), τότε εξελίξεις δεν πρέπει μάλλον να αναμένονται άμεσα.
Η κυβέρνηση Ράμα φαίνεται δε να τροφοδοτεί και κλίμα εθνικισμού στα αλβανικά μέσα ενημέρωσης. Αυτό φάνηκε από τα πρόσφατα δημοσιεύματα μετά την προκήρυξη οικοπέδων για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων από την Αθήνα, στα οποία γινόταν αναφορά σε μη σεβασμό από την Ελλάδα των θαλασσίων ορίων. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει και είναι χαρακτηριστικό ότι προκάλεσε και την ενόχληση του Έλληνα πρέσβη στα Τίρανα, ο οποίος φέρεται να είχε και έντονο διάλογο με τον αλβανό υπουργό Εξωτερικών Ντίτμιρ Μπουσάτι.