Με σχόλιο μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο Twitter, η κ. Ρεπούση, παραπέμποντας σε κείμενο ιστορικού, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αντί σχολίου για την τροπολογία των βουλευτών της ΝΔ παραπέμπω στο Α. ΛΙΑΚΟΣ: Βγάλτε τους νεκρούς από τη ζυγαριά!».
Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, σε άρθρο του που τιτλοφορείται «βγάλτε τους νεκρούς από τη ζυγαριά», επισημαίνει ότι ο ιστορικός «δεν είναι δικαστής» και σχολιάζει εκτενώς στο πώς ορίζεται η γενοκτονία. «Η γενοκτονία δηλαδή δεν είναι ένα ”αντικειμενικό γεγονός”. Η χρήση του χαρακτηρισμού γενοκτονία εξαρτάται από το ποιες συνέπειες επιδιώκουμε να έχει ο τρόπος που αναφερόμαστε στο γεγονός», εξηγεί ο κ. Λιάκος.
Ολόκληρο το κείμενο του Αντώνη Λιάκου, έχει ως εξής:
«Στο καινούριο νομοσχέδιο καταπολέμησης του ρατσισμού, όπως άλλωστε και στο προηγούμενο του Ρουπακιώτη, υπάρχει ένα αγκάθι το οποίο διχάζει τις δυνάμεις που θέλουν να το ψηφίσουν, ή αποτελεί στοιχείο διαπραγμάτευσης για εκείνες τις δυνάμεις που ανέχονται τον ρατσισμό αλλά είναι υποχρεωμένες να το ψηφίσουν για να φανούν εντάξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται για τις γενοκτονίες. Να τιμωρείται η άρνηση των γενοκτονιών ή μήπως κινδυνεύει για τον λόγο αυτό η ελευθερία γνώμης; Και ποιες γενοκτονίες εννοεί ο νομοθέτης; Εκείνες που έχουν αναγνωριστεί διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. ή και εκείνες που έχουν αναγνωριστεί από τα εθνικά κοινοβούλια; Θα τιμωρούνται όσοι αρνούνται το Ολοκαύτωμα, δηλαδή τη γενοκτονία των Εβραίων στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ή και όσοι αρνούνται τα εγκλήματα του κομμουνισμού, και ακόμη όσοι αρνούνται τις γενοκτονίες των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικρασίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο; Τα ερωτήματα αυτά τροφοδοτούν συχνά στα Μ.Μ.Ε. μια αφοριστική συζήτηση που πολώνεται ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν πως τον όρο γενοκτονία πρέπει να τον χρησιμοποιούμε μόνο στην περίπτωση των Εβραίων, και στους άλλους που τον επεκτείνουν και στους Ποντίους.
Οι έννοιες της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας εισήγαγαν νομικές παραμέτρους και μια ηθική διάσταση στην ιστορία.
Ο όρος καθιερώθηκε μετά από επίμονες προσπάθειες του Raphael Lemkin, Πολωνοεβραίου που διέφυγε από τους ναζί και χαρακτήριζε με τον όρο αυτό το τι συνέβαινε στους Εβραίους της Πολωνίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί την όλη διάσταση του εγκλήματος.
Το έντονο ενδιαφέρον του Lemkin για το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο είναι προγενέστερο της εξόντωσης των Εβραίων, και μάλιστα δεν αναφέρεται πουθενά, ακόμα και στα προπαρασκευαστικά κείμενα του νομοθετήματος, στην εβραϊκή περίπτωση. Αναφέρεται στα μαζικά εγκλήματα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, στην εξόντωση των Αρμενίων, στα αντιεβραϊκά πογκρόμ στην Πολωνία. Βέβαια, ο αφανισμός των Εβραίων ήταν για τον Πολωνό νομικό ένα υπεργεγονός που θεμελίωσε τις θέσεις του πάνω στην αναγκαιότητα διεθνούς ποινικοποίησης αυτών των εγκλημάτων. Ως νομοθετικό εγχείρημα, η σύμβαση κατά των γενοκτονιών δεν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Αλλά ο χαρακτηρισμός ενός γεγονότος ώς «γενοκτονία» ανήκει αποκλειστικά στη Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με τη σύμβαση του Ο.Η.Ε. για την «Πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας», άρθρο 2, γενοκτονία χαρακτηριζόταν κάθε πράξη με πρόθεση να καταστρέψει, εν μέρει ή συνολικά, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα. Στην πρόταση να περιληφθούν στα εγκλήματα και μαζικές εξοντώσεις ανθρώπων για πολιτικούς λόγους, οι μαζικές θανατώσεις πολιτικών αντιπάλων, αντέδρασαν οι Σοβιετικοί – και καταλαβαίνουμε τον λόγο. Πάντως μερικές από τις μεγαλύτερες σε έκταση μαζικές σφαγές έγιναν για πολιτικούς λόγους και έμειναν ατιμώρητες.
Ο όρος που προτάθηκε Geno-/politicides, δηλαδή γενο-/πολιτικοκτονίες, δεν καθιερώθηκε ως νομικά δόκιμος όρος. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου συνέβησαν 50 περίπου μαζικά εγκλήματα αυτού του τύπου, και τα θύματα υπολογίζονται ανάμεσα στα 12 με 22 εκατομμύρια.
Η εισαγωγή του όρου γενοκτονία σημαίνει ότι τα μαζικά εγκλήματα του παρελθόντος δεν θα πρέπει να μείνουν ατιμώρητα και πως θα πρέπει να γίνουν αντικείμενα δημόσιας αποδοκιμασίας. Ο όρος αφορά την πολιτική διάσταση της ιστορικής γνώσης. Διεκδικώντας την αναγνώριση μιας γενοκτονίας, διεκδικούμε την τιμωρία των δραστών και των εμπνευστών αυτών των εγκλημάτων.
Από τα μεταπολεμικά χρόνια έως σήμερα, το ζήτημα της αναγνώρισης των γενοκτονιών απέκτησε μεγάλες διαστάσεις. Υπήρξαν πάνω από 40 σχετικές αιτήσεις στον Ο.Η.Ε. και σε εθνικά κοινοβούλια. Το ζήτημα της αναγνώρισης μερικών από αυτές, όπως η αρμενική γενοκτονία, το ουκρανικό Holodomor, καθώς και τα μαζικά εγκλήματα των Ιαπώνων στη Ματζουρία και την Κορέα αποτελούν ακόμη αντικείμενο διεθνούς διαμάχης.
Η αρμενική γενοκτονία αναγνωρίστηκε στις χώρες όπου η αρμενική διασπορά είχε ιδιαίτερο βάρος στο εκλογικό σώμα, ικανή να αντισταθμίσει την επιρροή της Τουρκίας. Ανάλογοι πολιτικοί υπολογισμοί βαραίνουν και στην αναγνώριση της ουκρανικής λιμοκτονίας ή των μαζικών εκτελέσεων στις βαλτικές χώρες από τους Σοβιετικούς.
Άλλα εγκλήματα, όπως αυτά που συνέβησαν στη Ρουάντα και τη Βοσνία, εκδικάζονται ως γενοκτονίες ή ως πράξεις γενοκτονίας στα ad hoc διεθνή ποινικά δικαστήρια. Το αίτημα για την αναγνώριση γενοκτονιών συνδέεται με αιτήματα αναδυόμενων εθνικοτήτων, όπως στην περίπτωση των Τσετσένων, των Κούρδων, των Τσερκέζων των Ουιγούρων κ.ά. Μερικές γενοκτονίες, οι οποίες αναφέρονται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα αιώνες πριν, όπως των Αφρικανών σκλάβων και των Ινδιάνων της Αμερικής, προβλήθηκαν μέσα στο πλαίσιο των κινημάτων αναγνώρισης πολιτικών δικαιωμάτων και ανα-θεώρησης της ιστορίας.
Θεσμοποιώντας τη μνήμη των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, η παγκόσμια τάξη που εγκαθιδρύθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υπεράσπισε έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάμνησης του παρελθόντος, και αυτόν τον τρόπο τον θεώρησε ως ένα αγαθό που χρειάζεται προστασία. Η επέκταση και ο προσδιορισμός του τι συνιστά «γενοκτονία», με τη σειρά του, δημιούργησε μια τάση να ονομαστεί γενοκτονία κάθε αδικία που είχε υποστεί κάθε λαός στο παρελθόν, γιατί η αναγνώριση ενίσχυε τoν αυτοσεβασμό και την ταυτότητά του.
Ωστόσο το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε η μαζική εκτέλεση αμάχων στη Σρεμπρένιτσα (8-12.000 νεκροί) ως γενοκτονία, ενώ δεν έχουν αναγνωριστεί ως γενοκτονίες οι θανατώσεις εκατομμυρίων για πολιτικούς λόγους, θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις ως προς το τι προσδιορίζεται γενοκτονία και με ποια κριτήρια. Υπάρχει κάποιο ποσοτικό κριτήριο που τίθεται σε απόλυτους αριθμούς; Αναλογικά μήπως; Ποιοτικά; Και με τι κριτήρια; Τα μαζικότερα εγκλήματα, παρά το διατυπωμένο διεθνώς αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης, έχουν μείνει ατιμώρητα:
Σουδάν (1956-72: 400.000-600.000 θύματα)
Νότιο Βιετνάμ (1965-75: 400.000-500.000 θύματα)
Ινδονησία (1965-66: 500.000-1.000.000 θύματα)
Πακιστάν (1971: 1.000.000-3.000.000 θύματα)
Καμπότζη (1975-79: 1.900.000-3.500.000 θύματα)
Ουγκάντα (1980-86: 200.000-500.000 θύματα)
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι «τι είναι γενοκτονία;». Με ποια κριτήρια ονομάζεται μια μαζική εξόντωση γενοκτονία; Το ζήτημα δεν είναι αν η διαδικασία της εξόντωσης έχει για θύματα αμάχους χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή μελετημένη εξόντωση πληθυσμών με κριτήριο τη φυλή ή το θρήσκευμα. Ένα γεγονός δεν είναι από μόνο του γενοκτονία. Ονομάζεται εκ των υστέρων έτσι, κάτω από συγκεκριμένες νομικοπολιτικές προϋποθέσεις που αφορούν το παρόν της αναγνώρισης και όχι το παρελθόν της διάπραξης. Η γενοκτονία δηλαδή δεν είναι ένα «αντικειμενικό γεγονός».
Η χρήση του χαρακτηρισμού γενοκτονία εξαρτάται από το ποιες συνέπειες επιδιώκουμε να έχει ο τρόπος που αναφερόμαστε στο γεγονός.
Δεν θα πρέπει επομένως να ξενίζει ότι στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία της αναγνώρισης μιας γενοκτονίας γίνεται αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και διαβούλευσης.
Γύρω από την αναγνώριση των γενοκτονιών αναδεικνύονται οργανώσεις και ακτιβιστές. Υπάρχει ακόμη και μια διεθνής ένωση αναγνώρισης γενοκτονιών, η οποία εντούτοις δεν έχει καμία υπόσταση στα αντίστοιχα φόρα των ιστορικών, ή έχει το αντίστοιχο βάρος με τις λεγόμενες «ευρωπαϊκές σπουδές», κατηγορία φτερού.
Το ερώτημα είναι τώρα γιατί επιμένουμε σε ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο να υπάρχει διάταξη για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, ενώ διστάζουμε να δεχτούμε κάτι παρόμοιο για το ποντιακό και το μικρασιατικό. Η πρώτη απάντηση αφορά τις νομικές συνεπαγωγές.
Μπορούν να διωχθούν οι δράστες; Αν μια κυβέρνηση, όπως λ.χ. η προηγούμενη ιρανική, αρνείται το Ολοκαύτωμα, υφίσταται διεθνείς συνέπειες. Μπορεί να διωχθεί η τουρκική κυβέρνηση που το αρνείται; Είναι δυνατό να προβάλλουν οι Έλληνες ως όρο την αναγνώριση των γενοκτονιών κάθε φορά που συνάπτουν σχέσεις με τους Τούρκους;
Ο νομικός ορισμός κατοχυρώνεται από τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν. Στην αντίθετη περίπτωση, ο χαρακτηρισμός αδειάζει από το νόημά του και υπονομεύει τη μνήμη του ίδιου του γεγονότος. Να το πω διαφορετικά:
Ο πληθωρισμός στη χρήση του όρου δημιουργεί δύο τάξεις γενοκτονιών. Τις ισχυρές, που επιβάλλουν νομικές δεσμεύσεις, και τις ανίσχυρες, που δεν μπορούν να επιβάλλουν. Βέβαια μερικοί εθνικιστές χρησιμοποιούν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο την επίκληση των γενοκτονιών, για να δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Εδώ πρόκειται για κατάφωρη εργαλειοποίηση της μνήμης και των νεκρών. Η προβολή τους λίγο απέχει από την προσβολή τους.
Αν το προηγούμενο επιχείρημα συνιστά μια αναγνώριση του πώς έχουν τα πράγματα, υπάρχει όμως και το δέον. Οι μαζικές σφαγές πληθυσμών είναι κάτι που δεν λείπει από την ιστορία. Και καθένα από αυτά τα γεγονότα έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνθήκες. Αν σε κάτι διακρίνεται η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί, είναι γιατί ταυτόχρονα συνιστά και ιδιαίτερο και γενικό γεγονός.
Ο αντισημιτισμός είναι ένα κουκούτσι που κρύβεται μέσα σε κάθε ρατσισμό και σε κάθε έξαψη του φασισμού. Η έκρηξη του νεοναζισμού είναι έκρηξη αντισημιτισμού. Πρόκειται για μια βαθιά ιδεολογία, για μια ριζωμένη καχυποψία που κρύβεται ακόμη και στις πιο αθώες προτάσεις. «Εντάξει, αλλά είναι διαφορετικοί» ακούς από τους πιο καλοπροαίρετους. Αυτό το διάχυτο αλλά βαθύ αίσθημα, μεταμορφώθηκε μεθοδικά από τους ναζί, σε μια συστηματική πολιτική εξόντωσης ολόκληρων πληθυσμών από το 1933 έως το 1945.
Οι ναζί έβαλαν φωτιά σε ένα δάσος αντισημιτικών αντιλήψεων που υπήρχαν με τον πιο διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα, η άρνηση του Ολοκαυτώματος σημαίνει ρατσισμό. Κάθε είδους ρατσισμό. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει να κάνει με τη συζήτηση για τη μοναδικότητα ή όχι του Ολοκαυτώματος.
Το Ολοκαύτωμα είναι πάντα επίκαιρο, με την έννοια ότι δεν αποτελεί τη μνημόνευση ενός εγκλήματος ανάμεσα στα άλλα, αλλά τη μνημόνευση του εγκλήματος που αναπαράγεται σε κάθε νέο ρατσιστικό έγκλημα. Δεν συνιστά την εξόντωση του εθνικά διαφορετικού ή του θρησκευτικού «άλλου», αλλά την εξόντωση εκείνου που δεν θεωρείται πλέον άνθρωπος. Ακόμη κι όταν ένας Ισραηλινός στρατιώτης σπάει τα κόκαλα ενός Παλαιστίνιου νέου, είναι αντισημίτης. Από την άποψη αυτή, η παράθεση του Ολοκαυτώματος δίπλα στα άλλα εγκλήματα το ουδετεροποιεί και το εξουδετερώνει γιατί του αφαιρεί τον δυναμικό και διδακτικό του χαρακτήρα ως προς το σήμερα, επομένως τη σημασία του ως προς τον ρατσισμό που το νομοσχέδιο έχει σκοπό να καταπολεμήσει.
Η τιμωρία όσων αρνούνται ότι έγινε μια γενοκτονία, ή μειώνουν τη σημασία της, είναι ένα βήμα παραπέρα. Καθορίζει κανόνες μνήμης. Τι και πώς οφείλουμε να θυμόμαστε και τι όχι.
Πολλοί ιστορικοί έχουν αντιδράσει, θυμίζω την έκκληση της Blois «Liberté pour l’histoire» το 2009 που καταδικάζει παρόμοιους νόμους ως περιοριστικούς της ελευθερίας της έρευνας και της έκφρασης γνώμης, και ζητά την ανάκλησή τους.
Εκείνο στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι να καταδικάζεται ο λόγος του μίσους για τα θύματα και ο εγκωμιασμός των εγκλημάτων. Και αυτό σημαίνει την καταδίκη του λόγου του μίσους (hate speech) όχι μόνο για τα θύματα των γενοκτονιών, αλλά για όλα τα θύματα που υπέστησαν βίαιο θάνατο εξαιτίας της φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής ή γενετήσιας ιδιαιτερότητάς τους.
Τα παραπάνω δεν αποσκοπούν σε μια διαβάθμιση εγκλημάτων, ούτε κάποιοι νεκροί βαραίνουν περισσότερο ή λιγότερο από τους άλλους. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι πως οι διατάξεις στο νομοσχέδιο για τον ρατσισμό που διαχέουν το αδίκημα της άρνησης των γενοκτονιών, όπως στην περίπτωση των Ποντίων και των Μικρασιατών, στην πραγματικότητα εξουδετερώνουν τον λόγο που μπαίνουν σε ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.
Και επίσης, η πράξη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή τι θα ονομαστεί και τι θα συμπεριληφθεί ως γενοκτονία, εργαλειοποιεί τη μνήμη και προσβάλλει τους νεκρούς γιατί τους βάζει στη ζυγαριά της διαπραγμάτευσης.
Η μνήμη και ο σεβασμός στους νεκρούς δεν έχει ανάγκη κανονικοποίησης μέσω του νόμου. Ο σεβασμός κερδίζεται με το να σκύψουμε πάνω στις συνθήκες που γέννησαν αυτά τα τρομερά εγκλήματα, και κυρίως στην εμπειρία των ανθρώπων που τα υπέστησαν. Η αναγνώριση αυτής της εμπειρίας, η ενσυναίσθηση αυτών των συνθηκών θα μας ενδυναμώσει ιστορικά ώστε να αντιταχθούμε σε όσους διαπράττουν ή καλλιεργούν το κλίμα για εγκλήματα εναντίον των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σήμερα.
O ιστορικός οφείλει να αποφεύγει δραστικά τη χρήση «κανονιστικών» εννοιών και κατηγοριών – ειδικά σε θέματα τόσο ευαίσθητα. Ενώ δηλαδή στη νομική γλώσσα η γενοκτονία ανήκει στην τάξη των αυστηρά κανονιστικών εννοιών, ο ιστορικός μπορεί να αρκεστεί στη χρήση εννοιών αποκλειστικά αναλυτικών-περιγραφικών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ιστορικοί R. Hilberg και S. Friedländer (αλλά και πολλοί άλλοι) χρησιμοποιούν έννοιες όπως «καταστροφή ή αφανισμός των Εβραίων», δηλαδή περιγραφικές και όχι κανονιστικές όπως «γενοκτονία» ή ακόμη τον θρησκευτικό όρο «Ολοκαύτωμα».
Ο ιστορικός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον δικαστή. Από νομική άποψη, ο χαρακτηρισμός ενός γεγονότος ως γενοκτονία ανήκει αποκλειστικά στον δικαστή που μπορεί να επιβάλει διώξεις και τιμωρίες για την άρνησή του. Το θέμα βέβαια τίθεται τελείως διαφορετικά από την άποψη των δημόσιων χρήσεων της ιστορίας, όπου η έννοια της γενοκτονίας είναι έννοια «γένους» και επομένως μεταμορφώνει το γεγονός σε ένα σημείο ενός κλειστού σημειολογικού συστήματος, απαλλαγμένου από εξωτερικές ιστορικές αναφορές».