Εργασιακά και ασφαλιστικό βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης που είχε ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, με τον υπουργό Εργασίας, Γιάννη Βρούτση.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού ζήτησε να εξεταστεί η δυνατότητα καταβολής του επιδόματος ανεργίας για περισσότερο από ένα έτος, ενώ υπέβαλε πρόταση για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Ζήτησε ενημέρωση για το θέμα των ομαδικών απολύσεων και του νέου συνδικαλιστικού νόμου και τάχθηκε υπέρ της ενοποίησης των εισφορών παροχών στα ταμεία και ενιαίων προϋποθέσεων για σύνταξη παρόλο που και οι δυο πλευρές συνέτειναν στην άποψη ότι πρόκειται για μεταρρύθμιση που πρέπει να εξετασθεί να γίνει σε βάθος χρόνου.
Ο κ. Θεοδωράκης και οι συνεργάτες του ζήτησαν επιπλέον στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος της αδήλωτης εργασίας, ενώ θεώρησαν σημαντικό, ότι η αναβάθμιση του συστήματος «Εργάνη» έχει «υποχρεώσει την ΕΛΣΤΑΤ και την Τράπεζα της Ελλάδας να ζητούν τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας».
Ο κ. Θεοδωράκης έδειξε ενδιαφέρον για τη χαρτογράφηση των ληξιπρόθεσμων χρεών που έγινε με την δημιουργία του ΚΕΑΟ. Ιδιαίτερα για το ότι το 84% των χρεών αυτών στα ασφαλιστικά ταμεία, δημιουργήθηκαν πριν από το 2009.
Ρώτησε, επίσης, την ποσοστιαία συμμετοχή των ταμείων και του κράτους στην συνταξιοδοτική δαπάνη και θεώρησε πολύ υψηλό το ποσοστό 55% της κρατικής συμμετοχής στις συντάξεις.
Επιπλέον, ζήτησε με έμφαση τη μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς, ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ ανέφερε ότι η κοινωνική πολιτική και όλοι οι πόροι που διατίθενται στην πρόνοια θα πρέπει να μαζευτούν σε ένα επίδομα, το οποίο να λαμβάνει υπόψιν την εισοδηματική κατάσταση του ωφελημένου.
Υπήρξε ταύτιση απόψεων στην πρόταση του υπουργείου Εργασίας για τη δημιουργία «λευκού μητρώου επιχειρήσεων» για τις οποίες είναι ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση ασφαλιστικών εισφορών και πέραν των πέντε ποσοστιαίων μονάδων.
Ο υπουργός Εργασίας παρουσίασε στον κ. Θεοδωράκη, τα πληροφοριακά συστήματα του υπουργείου Εργασίας, όπως ο Ήλιος, η Εργάνη και ο Άτλας. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στο μέγεθος της παραβατικότητας στα ασφαλιστικά ταμεία, που διαπιστώθηκε με την εφαρμογή των συστημάτων και περισσότερο στον εντοπισμό των «μαϊμού» συντάξεων.