Είναι προφανές ότι αυτό το δίλλημα, που ακούγεται από εδώ και από εκεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ρητορικό σχήμα που δρα ως ψυχοθεραπεία της στιγμής.
Γιατί απλούστατα αν υπήρχε στρωμένος άλλος δρόμος για να ακολουθήσουμε, κάποιος από όλους αυτούς, που έχουν ως επάγγελμα την παραγωγή προτάσεων διακυβέρνησης, θα μας τον είχε δείξει. Ακόμη και λίγη λογική να περιείχε η πρότασή του θα την διατύπωνε γιατί θα μας αρκούσε. Όλος αυτός ο «πελαγωμένος» ελληνικός κόσμος, όλοι μας, που πολύ θα θέλαμε να υπάρχει ένας τρόπος να ζοριστούμε λιγότερο και κυρίως να νιώθουμε λιγότερη ανασφάλεια, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα σπεύδαμε- με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -να πειστούμε.
Όμως ούτε αυτό το «λίγο», που θα μπορούσε να μας παρηγορήσει κάπως από τον φόβο της αναπότρεπτης αλλαγής, υπάρχει.
Ούτε καν η λύση της φυγής δεν λειτουργεί, καθώς ο κόσμος πουθενά δεν θέλει μετανάστες – τώρα το ξέρουμε και εμείς που εξαιτίας ενός ιδιότυπου κράματος ανθρωπιάς και ανοργανωσιάς δεν ξέρουμε τι να κάνουμε όσους εγκλωβίστηκαν εδώ- και κανένα μέρος πια δεν φτιάχνει την προσδοκία ότι είναι «η γη της επαγγελίας».
Χώρα μας, πατρίδα μας, είναι αυτό το…προβληματικό παιδί από το οποίο ευχαρίστως θα αποστρέφαμε το βλέμμα ή ακόμη πιο ευχαρίστως θα δεχόμασταν μια κάπως πιο ήπια «διάγνωση», ακόμη και αν ξέραμε ότι αργά ή γρήγορα θα την διαψεύσει η ζωή.
Όμως, πουθενά αλλού δεν είναι η λύση για ένα πρόβλημα που είναι δεμένο με αυτό που είμαστε. Εμείς και η χώρα μας μαζί.
Εδώ μόνο μπορούμε να γίνουμε «άλλοι», ως καταδικασμένοι να αλλάξουμε.
(ο φίλος επέμενε να παραθέσουμε το ποίημα ‘η Πόλις’ του Κωνσταντίνου Καφάβη ως την πιο μεγάλη απάντηση στην ψευδαίσθηση της φυγής από τον εαυτό μας… )
Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γή, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα, Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις -δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γή την χάλασες.