«Κορυφαία πράξη» εκσυγχρονισμού μίας δημοκρατικής χώρας όπου προέχει η εφαρμογή του Συντάγματος, χαρακτήρισε την αναθεώρησή του ο υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, στο πλαίσιο επίκαιρης επερώτησης της ΔΗΜΑΡ για το θέμα.
Αναφέροντας σειρά τομέων, από το ασυμβίβαστο υπουργών και βουλευτών, έως την ευθύνη υπουργών, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, κάποιων που αφορούν στη Δικαιοσύνη, τη λειτουργία των ΜΜΕ κ.ο.κ., τόνισε την ανάγκη να στηρίζονται στις αρχές Δημοσίου Δικαίου. Διαπιστώνοντας ότι σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις αναδιατάσσονται, παρατήρησε ότι γεννιούνται νέες προσδοκίες συμφερόντων από την κοινωνία που είναι αντιμέτωπη με διαρθρωτικά προβλήματα.
«Διαμορφώνεται μία πλήρης αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τις ανάγκες της κοινωνίας», είπε, διαπιστώνοντας ότι περισσεύουν οι προτάσεις και τα νέα μέτρα. Με την ελπίδα πολυσήμαντων βελτιώσεων, όπως είπε, ζήτησε η συνταγματική αναθεώρηση να ωρά το αύριο και όχι να αντιμετωπίζει τις ανάγκες του σήμερα. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, θύμισε ότι η σημερινή κυβέρνηση ανέδειξε την ανάγκη για αναθεώρηση βασικών αναθεωρήσιμων διατάξεων του Συντάγματος ως πρωταρχική επιδίωξή της από την αρχή, δήλωσε πως προσωπικά πιστεύει ότι αυτή δεν θα πρέπει να είναι ευρεία, πλην όμως να είναι τολμηρή και αποφασιστική αναθεώρηση.
Ως προς το διαδικαστικό ζήτημα, θύμισε ότι η εκκίνηση διαδικασίας δεν εμπίπτει στον κύκλο αρμοδιοτήτων του υπουργού Δικαιοσύνης, αφού προβλέπεται ως αναγκαία η υποβολή σχετικής πρότασης από 50 τουλάχιστον βουλευτές και άρα κοινοβουλευτική πρωτοβουλία. Επιπλέον αναφέρθηκε στη διάταξη περιορισμού της αναθεώρησης ανά πενταετία, που πρότεινε μάλιστα να περιοριστεί μόνο στις διατάξεις που έχουν αναθεωρηθεί. Στη συνέχεια της πρότασης 50 -τουλάχιστον- βουλευτών, αυτή πρέπει να επικυρωθεί από 180 βουλευτές σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν τουλάχιστον ένα μήνα μεταξύ τους και τότε ξεκινά η διαδικασία που προσδιορίζει τις διατάξεις προς αναθεώρηση, αλλά όχι και το περιεχόμενο αυτής. Αυτό είναι έργο της νέας, αναθεωρητικής Βουλής. Η νέα αυτή Βουλή δεσμεύεται από τις διατάξεις και αποφασίζει για το περιεχόμενο της αναθεώρησής τους με πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Το σχήμα αυτό, βεβαίως μπορεί να αντιστραφεί. Αν μία υποψήφια για αναθεώρηση διάταξη ψηφιστεί από 151 βουλευτές, μπορεί να αναθεωρηθεί αλλά απαιτούνται 180 ψήφοι τουλάχιστον αργότερα προκειμένου να υπάρξει η απαιτούμενη αυξημένη συναίνεση.
«Η Βουλή προσδιορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις. Η Αναθεωρητική Βουλή προσδιορίζει το περιεχόμενό τους», συνόψισε ο κ.Αθανασίου, καθιστώντας σαφές ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν δικαιούται να προσδιορίσει τη συνταγματική αναθεώρηση, ενώ και η επίτευξη συναίνεσης, είναι προϊόν κοινοβουλευτικού διαλόγου και συνεννόησης μεταξύ των Ομάδων του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Προβλέποντας ότι η σχετική πρόταση θα κατατεθεί εντός του Δεκεμβρίου, ο υπουργός έκανε λόγο για «ευκαιρία» για αναθεώρηση τουλάχιστον των διατάξεων στις οποίες συμφωνούν τα κόμματα και εξέφρασε την ελπίδα να συμπλεύσουν με συναίνεση , ηρεμία και υπευθυνότητα προς όφελος της πατρίδας και του λαού.
Λαμβάνοντας τον λόγο, ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης, υποστήριξε ότι η ΔΗΜΑΡ επέλεξε τον κοινοβουλευτικό έλεγχο γιατί ήταν η πιο πρόσφορη διαδικασία και όχι για να ελέγξει τον υπουργό, αφού πράγματι απαιτείται πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών για την εκκίνηση της διαδικασίας.
«Το πρόβλημα της χώρας είναι θεσμικό; Είναι πολιτικό; Είναι θα έλεγα και τα δύο», είπε ο κ. Κουβέλης, αναρωτώμενος πόσες από τις διατάξεις του Συντάγματος έχουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο παραβιάσει οι κυβερνήσεις. «Πόσες διατάξεις δεν εφαρμόστηκαν με αποτέλεσμα καταστάσεις και συνθήκες της Κοινωνίας των Πολιτών να παραμένουν αρρύθμιστες γιατί δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Συντάγματος;», αναρωτήθηκε, σημειώνοντας επιπλέον το γεγονός ότι κάποιες διατάξεις χαρακτηρίζονται ως «κατευθυντήριες» και όταν δεν ακολουθεί την κατεύθυνση που δείχνουν η εκτελεστική εξουσία, η απάντηση που λαμβάνει κανείς είναι το επιχείρημα ότι δεν είναι επιτακτικές.
«Δεν υπάρχει κατάχρηση στην έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου;», ρώτησε ενδεικτικά, για να προσθέσει ότι η επίκληση του όποιου λόγου σπουδαιότητας ή και ανάγκης δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υπέρχρηση έως και κατάχρησή τους.
«Υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με τη συνταγματική αναθεώρηση», είπε, παρατηρώντας πάντως πως ρυθμίσεις που εισηγείται το κόμμα του να περιληφθούν θα μπορούσε να τις κάνει και ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή. «Αν όμως εισηγούμαστε ότι πρέπει να περιληφθούν στην συνταγματική αναθεώρηση, το κάνουμε γιατί κρίσιμα ζητήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης, τα αντιμετωπίζει και λίγο μετά υπό το βάρος πολιτικών σκοπιμοτήτων, αλλάζει ο νόμος στη βάση των συσχετισμών», είπε, εξηγώντας και το… πολιτικό του ζητήματος.
«Η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να γίνει ακριβώς για να τονωθεί το πολιτικό σύστημα», είπε, εντάσσοντας σε αυτή το εκλογικό σύστημα. «Ζητάμε πάγια ρύθμιση του Συντάγματος», είπε, εξηγώντας ότι το εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες της κάθε κυβέρνησης και πρέπει να ρυθμιστεί με σταθερό τρόπο. Ο ίδιος επανέλαβε την πρόταση της ΔΗΜΑΡ για απλή και ανόθευτη αναλογική.
Αναφερόμενος σε άλλες ‘παθολογίες’ του πολιτικού συστήματος, ο κ.Κουβέλης αναρωτήθηκε γιατί χρειάζεται το άρθρο 86 του Συντάγματος για την ποινική ευθύνη των υπουργών και γιατί να μην κρίνεται το εκάστοτε μέλος κυβέρνησης για τις παράνομες πράξεις του από τον φυσικό δικαστή, χωρίς ρυθμίσεις τέτοιου τύπου που στην πραγματικότητα βάζουν προσκόμματα και οδηγούν τελικά στην ατιμωρησία. «Έχετε δει πουθενά 12 παραγράφους για να ρυθμιστεί; Και να θέλει και εκτελεστικό νόμο;», ρώτησε.
«Η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να τονώσει τους κοινωνικούς ελέγχους ασκούμενης πολιτικής», είπε, όταν διακόπηκε από βουλευτή που του «θύμισε» ότι αυτά ψηφίστηκαν από βουλευτές. «Προφανώς ψηφίστηκε από βουλευτές, αλλά όχι από όλους τους βουλευτές», απάντησε με νόημα, συνεχίζοντας ότι υπό τη δυσκολία που διανύει η χώρα μας, περιορίστηκε η συλλογική αυτονομία, αντικαταστάθηκε το εγγυημένο εισόδημα σε αξιοπρεπή διαβίωση που συζητείτο παλιότερα από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κ.ο.κ.
Αναφερόμενος στη διάκριση των εξουσιών και τα χωριστά καθήκοντα βουλευτή και μέλους της εκτελεστικής εξουσίας, ή ακόμα και στην υπόθεση εργασίας μείωσης του αριθμού των βουλευτών, υποστήριξε ότι το πρόβλημα δεν είναι στον αριθμό, αλλά στο ότι «η Βουλή ως εκφραστικό όργανο λαϊκής κυριαρχίας, δεν λειτουργεί έτσι». Επανέλαβε λοιπόν, την πάγια άποψή του ότι η Βουλή πρέπει να αποκτήσει στοιχεία «κυβερνώσας Βουλής».
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ τάχθηκε υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης, όχι όμως για ρυθμίσεις που ‘βλέπει’ να προτείνονται, όπως πχ για τη συνταγματοποίηση της οικονομίας και την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας. «Δεν μπορούν να συνταγματοποιούνται οι ρυθμίσεις που αφορούν στη λειτουργία της οικονομίας. Δεν μπορεί να δοθεί η δυνατότητα η Ελλάδα να αποτελέσει -λέει- με τροποποίηση του άρθρου 16, κέντρο εκπαίδευσης με προφανή οικονομικά και άλλα οφέλη». Αντίθετα, υποστήριξε ότι η συνταγματική αναθεώρηση για να δικαιολογείται πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, την τόνωση της λειτουργίας του δημοκρατικού συστήματος, τα συλλογικά και ατομικά δικαιώματα.