Υπουργέ μου, θέλω να σαν αφηγηθώ μια μικρή ιστορία που νομίζω πως θα σας ενδιαφέρει. Αρχίζω, λοιπόν… Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια όμορφη, κάπως «σιτεμένη» βασίλισσα, που όλα τα είχε φροντίσει και όλα τα είχε προβλέψει για να κάνει το βασίλειό της να ακούγεται στα πέρατα της οικουμένης και ακόμη πιο πέρα και από κει. Είχε καταλάβει από νωρίς ότι είναι πολύ σημαντικό να παράγεις κάτι που να διαρκεί στο χρόνο και έτσι είχε δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην αισθητική και στη δημιουργία του στυλ. Στην Αυλή της είχαν ζήσει οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, οι πιο λαμπροί διανοητές, οι πιο φινετσάτοι μάγειροι, οι πιο σικάτοι μόδιστρους του κόσμου. Όλη η οικουμένη την σεβόταν και ακόμη και όταν δεν είχε τη μεγαλύτερη δύναμη, είχε καταφέρει με τούτα και με τα άλλα, να έχει το σεβασμό και την υπόληψη όλων των άλλων βασιλιάδων, γιατί με έναν μαγικό τρόπο είχε καταφέρει να εξηγήσει πιο νωρίς από όλους και με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο τι είναι το «ωραίο» και για ποιον λόγο έχει νόημα να ζει κανείς.
Ένα πράγμα δεν είχε προβλέψει η «γηραιά» βασίλισσα. Ότι εκτός από το «ωραίο», εκτός από το «στυλ», υπάρχουν και άλλα πράγματα που αξιολογούνται. Ούτε που της πέρασε από το μυαλό ότι, όπως εκείνη είχε βρει τα κριτήρια των αξιολογήσεων για όσα την ενδιέφεραν, κάνοντας τους υπόλοιπους να νιώθουν διαχρονικά basse classe, έτσι κάπου αλλού στον κόσμο κάποιοι άλλοι βασιλιάδες θα φρόντιζαν να φτιάξουν ένα δικό τους σύστημα αξιολόγησης για κάτι που ενδιέφερε εκείνους και στους οποίους ήταν καλύτεροι. Και όταν τα πράγματα ήρθαν έτσι που της μόδας δεν ήταν, πλέον, η αντιληπτική ικανότητα για το «ωραίο», αλλά η πιστοληπτική ικανότητα που έχεις για να το αποκτήσεις, τότε η γηραιά κυρία κατάλαβε ότι ήταν σε δεινή θέση, καθώς την αξιολογούσαν άλλοι με κριτήρια που είχαν εφεύρει αυτοί, με βάση τα δικά τους συμφέροντα και, κυρίως, με την ανοχή που προκύπτει από το δικό τους σύστημα αξιών και το δικό τους παιγνίδι για το κέρδος.
Φώναξε όλους τους σοφούς του βασιλείου, όλους τους διανοητές. Τίποτε. Καμία ιδέα. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της, ζητώντας ακρόαση, ένας ταπεινός δημιουργός επιτραπέζιων παιγνιδιών στρατηγικής. Πάνω στην απελπισία της άκουσε και αυτόν…- «Μεγαλειότατη. Εγώ θα σας πω μόνο αυτό που καταλαβαίνω μέσα από την ασήμαντη δουλειά μου: Να φτιάξουμε και εμείς ένα σύστημα αξιολόγησης που, επειδή θα υπηρετεί τα δικά μας συμφέροντα και θα μιλάει τη δική μας γλώσσα, θα ανέχεται εμάς και θα αμφισβητεί τους άλλους. Θα είναι το δικό μας αντίδοτο στην αξιολόγηση των οίκων τους. Ένα δείγμα ότι ξέρουμε και εμείς το παιγνίδι…»
Η Βασίλισσα σκέφτηκε λίγο και τον ρώτησε:
– «Τότε τι θα είναι αυτό που θα μας κάνει διαφορετικούς από τους άλλους και θα μας προστατέψει από το να γίνουμε απλοί μιμητές της πρακτικής των άλλων;»
– «Το ευρωπαϊκό στυλ, Μεγαλειοτάτη.. Αυτό που είτε θέλουμε είτε όχι, θα μας δίνει ένα προβάδισμα όταν το παιγνίδι του κέρδους εξομοιώνει τους πάντες».
(Ο φίλος επιμένει να γράψουμε για επίλογο ένα ηθικό δίδαγμα. Το παραθέτω λοιπόν: «Η αξιολόγηση που έχουμε για τα πράγματα είναι το αποτέλεσμα της ανοχής μας, που είναι αποτέλεσμα του με ποιανού το μέρος είμαστε, που είναι αποτέλεσμα του κέρδους που προκύπτει για εμάς, που είναι το αποτέλεσμα του τι αξιολογούμε ως σημαντικό, που είναι τελικά θέμα …στυλ!»)