Σε άμεση ρύθμιση του ζητήματος που προέκυψε σε βάρος 70.000 δανειοληπτών, μετά τις εξελίξεις με το ελβετικό φράγκο, προτίθεται να προχωρήσει ο Αντώνης Σαμαράς, αμέσως μετά τις εκλογές, με την κατάθεση νόμου.
Όπως επισημαίνει σε σχετική ανακοίνωση το γραφείο του Πρωθυπουργού «θα είναι ένας από τους πρώτους νόμους που θα καταθέσει» και θυμίζει ότι «από χθες, άλλωστε, και από την πρώτη στιγμή, ο Πρωθυπουργός είχε επαφές για το θέμα με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και με τους διοικητές των συστημικών τραπεζών».
Όπως γράφει σήμερα η «Ν», κατά 15% περίπου επιβαρύνεται το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων σε ελβετικό φράγκο μετά την απόφαση της εθνικής τράπεζας της Ελβετίας, που αποτελεί ένα νέο «χτύπημα» στους δανειολήπτες, οι οποίοι επέλεξαν το συγκεκριμένο νόμισμα την περίοδο άνθησης των προϊόντων στεγαστικής πίστης.
Από τραπεζικές πηγές υπολογίζονται σε περίπου 60 με 65 χιλιάδες οι δανειολήπτες που πλήττονται, ενώ το σύνολο των δανείων σε ελβετικό φράγκο είναι της τάξης των 6 δισ. ευρώ με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ για τις χορηγήσεις σε ξένο νόμισμα. Η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας να «ξεπαγώσει» την ισοτιμία του νομίσματος αποτέλεσε νέα ψυχρολουσία για τους δανειολήπτες, οι οποίοι πάντως θα πρέπει να αναμείνουν να σταθεροποιηθεί η πορεία του νομίσματος για να αποφασίσουν τι θα πράξουν.
Σε κάθε περίπτωση, από πλευράς τραπεζών σημειώνεται ότι θα στηριχθούν οι πελάτες που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξυπηρέτησης με ρυθμίσεις, αλλά και όσοι ζητούν κάποια προσαρμογή των δόσεων επίσης μέσω ρυθμίσεων.
Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο ήταν ένα τραπεζικό προϊόν με ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι το 2009, όταν και η ισοτιμία έναντι του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν ευνοϊκή. Το πρόβλημα προέκυψε από τη σημαντική ενίσχυση που σημείωσε το φράγκο, το οποίο από το υψηλό του 1,66 το 2007 είχε διαμορφωθεί στο 1,21, έπειτα από παρέμβαση μάλιστα της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, η οποία «πάγωσε» την περαιτέρω ανατίμηση του νομίσματός της.
Λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, είχαν δει τότε το υπόλοιπό τους σε ευρώ να αυξάνεται έως και 20%.
Από το 2006 και κυρίως το 2007 και 2008, ο συνδυασμός χαμηλού libor της περιόδου στο επίπεδο του 2% με 2,5%, έναντι ευρωπαϊκού επιτοκίου μεταξύ 3,6% και 5% και του αδύναμου φράγκου ωφελούσε τους δανειολήπτες, οι οποίοι μετά τη χθεσινή εξέλιξη καλούνται να αναμείνουν τη σταθεροποίηση της ισοτιμίας σε συγκεκριμένο επίπεδο και να μην πανικοβληθούν, καθώς τα 100 χιλ. δανείου σε ελβετικό φράγκο που αντιστοιχούσαν σε 83 χιλ. ευρώ, μετά την κίνηση της εθνικής τράπεζας της Ελβετίας αυξήθηκαν σε 100 χιλ. ευρώ.
Η διαμόρφωση της ισοτιμίας θα καθορίσει την επιβάρυνση ή μη των δανειοληπτών σε βάθος χρόνου και για τον λόγο αυτό δεν έχει νόημα η επιδίωξη της μετατροπής του δανείου σε ευρώ που θα τους οδηγήσει να εγγράψουν την πραγματική ζημία, που είναι σήμερα λογιστική.