Η προειδοποιητική επιστολή του πρωθυπουργού στην Άνγκελα Μέρκελ
Την αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παρέχει βραχυπρόθεσμη οικονομική βοήθεια, επισημαίνοντας μάλιστα ότι σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να πληρώσει ή τα δάνεια ή τους μισθούς και τις συντάξεις, υπογραμμίζει με επιστολή του στην Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, στις 15 Μαρτίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Όπως επισημαίνεται στην επιστολή, την οποία αποκάλυψαν οι Financial Times και όπως όλα δείχνουν «ενεργοποίησε» την οκταμερή συνάντηση στις Βρυξέλλες, καθώς εστάλη τέσσερις μέρες πριν, «δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και λαμβάνοντας υπόψη την απότομη άνοδο στην αποπληρωμή των δανειακών μας υποχρεώσεων αυτή την άνοιξη και το καλοκαίρι θα έπρεπε να είναι σαφές ότι οι ειδικοί περιορισμοί της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις θα καθιστούσαν αδύνατο για κάθε κυβέρνηση να εξυπηρετήσει τα χρέη της».
Και συμπληρώνει ο Έλληνας πρωθυπουργός: η εξυπηρέτηση του χρέους θα οδηγούσε σε μια οξεία επιδείνωση της ήδη καταπιεσμένης ελληνικής κοινωνικής οικονομίας, μια προοπτική που δεν θα ανεχθώ.
«Με αυτό το γράμμα σας καλώ να μην επιτρέψετε μια μικρή εκταμίευση χρημάτων και μια συγκεκριμένη θεσμική αδράνεια να μετατραπεί σε ένα μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη» συνέχισε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Σύμφωνα με τους FT, η 5σέλιδη επιστολή του κ. Τσίπρα είναι ιδιαίτερα επικριτική για την ΕΚΤ, η οποία απαγόρευσε στις ελληνικές τράπεζες να αποκτήσουν περισσότερο βραχυπρόθεσμο κρατικό χρέος από ό,τι είχαν όταν ζητήθηκε η παράταση της δανειακής σύμβασης τον προηγούμενο μήνα – αυτό το πλαφόν στερεί τη δυνατότητα από την Αθήνα να στηριχθεί στα έντονα γραμμάτια για να καλύψει την επείγουσα ανάγκη ρευστότητας, επειδή οι ελληνικές τράπεζες είναι οι μόνοι αγοραστές αυτών των τίτλων.
Όλη η επιστολή Τσίπρα
Στην Καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Άγκελα Μέρκελ
Σας γράφω για να σας εκφράσω τη βαθιά μου ανησυχία για τις εξελίξεις μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, δύο ημέρες πριν από την οποία είχε προηγηθεί επιστολή από τον υπουργό Οικονομικών μας που παρουσίαζε μια σειρά από ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει το Eurogroup. Ζητήματα τα οποία θεωρώ πολύ σημαντικά, μεταξύ των οποίων και την ανάγκη:
α) να συμφωνηθούν οι αμοιβαία αποδεκτοί οικονομικοί και διοικητικοί όροι, η εφαρμογή των οποίων, σε συνεργασία με τους θεσμούς, θα σταθεροποιήσει τη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας, θα επιτύχει κατάλληλα πρωτογενή πλεονάσματα, θα εγγυηθεί τη σταθερότητα του χρέους και θα βοηθήσει στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2015 που θα λαμβάνουν υπόψη την παρούσα οικονομική κατάσταση
β) θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επανεισαγάγει το waiver (σ.σ. εξαίρεση στα ελληνικά ομόλογα) σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανονισμούς της
γ) να ξεκινήσουν οι εργασίες ανάμεσα στα τεχνικά κλιμάκια για ένα πιθανό νέο Συμβόλαιο για την Ανάκαμψη και την Εξέλιξη ανάμεσα στην Ελλάδα, την Ευρώπη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που θα ακολουθήσει την τρέχουσα συμφωνία
δ) να συζητηθούν μέσα για την ενεργοποίηση της συμφωνίας της 12ης Νοεμβρίου σχετικά με πιθανά επιπρόσθετα μέτρα για το χρέος και την παροχή βοήθειας για την εφαρμογή τους μετά την ολοκλήρωση της παρατεταμένης Συμφωνίας και στο πλαίσιο του νέου Συμβολαίου που θα ακολουθήσει.
Mε βάση την επί της αρχής αποδοχή της επιστολής αυτής και του περιεχομένου της, ο πρόεδρος του Eurorgroup συγκάλεσε τη συνάντηση της 20ής Φεβρουαρίου η οποία κατέληξε σε μια ομόφωνη απόφαση που εκφράζεται στο ανακοινωθέν. Το τελευταίο συγκροτεί ένα νέο πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας, των εταίρων της και των θεσμών.
Ειδικότερα, η συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου καθόρισε μια σειρά από σημεία του νέου αυτού πλαισίου και της νέας διαδικασίας, μεταξύ των οποίων:
α) Oι ελληνικές αρχές θα παρουσιάσουν μια πρώτη λίστα από μεταρρυθμιστικά μέτρα, με βάση την τρέχουσα συμφωνία, ως το τέλος της Δευτέρας της 23ης Φεβρουαρίου. Οι θεσμοί θα δώσουν μια πρώτη εκτίμηση για το αν είναι αρκετά συνεκτική για να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Η λίστα αυτή θα συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω και θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς ως το τέλος Απριλίου.
β) Οι ελληνικές αρχές έχουν εκφράσει την ισχυρή τους δέσμευση σε μια πιο βαθιά και ευρύτερη μεταρρυθμιστική διαδικασία με στόχο να βελτιωθεί η ανάπτυξη και οι προοπτικές απασχόλησης, να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να ενισχυθεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Οι αρχές δεσμεύονται να εφαρμόσουν επί μακρόν εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές αρχές προτίθενται να κάνουν την καλύτερη δυνατή χρήση της τεχνικής βοήθειας.
γ) Παραμένουμε δεσμευμένοι να προσφέρουμε την κατάλληλη στήριξη στην Ελλάδα μέχρι να ανακτήσει την πλήρη πρόσβαση στις αγορές και εφόσον τηρεί τις δεσμεύσεις της στο πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί.
Με βάση το κοινό αυτό έδαφος, ο υπουργός Οικονομικών έστειλε στον πρόεδρο του Εurogroup ένα γράμμα, με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου, με την προαναφερόμενη «πρώτη λίστα μεταρρυθμίσεων» [δείτε πάνω το α)] που πρότεινε η κυβέρνησή μας. Στις 25 Φεβρουαρίου η αποκαλούμενη «πρώτη λίστα» έγινε δεκτή από τους θεσμούς ως «αρκετά συνεκτική για να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης» ως την 20ή Απριλίου.
Για να επιταχυνθεί η διαδικασία, το υπουργείο Οικονομικών έστειλε επιστολή στον πρόεδρο του Eurogroup στις 5 Μαρτίου, απευθύνοντας έκκληση να ξεκινήσει άμεσα η διαδικασία των τεχνικών συζητήσεων για τον περαιτέρω καθορισμό της «πρώτης λίστας μεταρρυθμίσεων». Στην ίδια επιστολή ο υπουργός Οικονομικών επισύναψε επτά παραδείγματα για το πώς οι μεταρρυθμίσεις στην «πρώτη λίστα» θα μπορούσαν να συγκεκριμενοποιηθούν και να εξελιχθούν περαιτέρω.
Μετά τη θετική απάντηση του προέδρου του Eurogroup (στις 6 Μαρτίου) και τη συνάντηση του Eurogroup που ακολούθησε στις 9 Μαρτίου του 2015, πραγματοποιήθηκε ο πρώτος γύρος των συζητήσεων του Brussels Group (στο οποίο μετέχουν οι τέσσερις θεσμοί – ΕΚΤ, Κομισιόν, ESM, ΔΝΤ – και η τεχνική ομάδα της ελληνικής κυβέρνησης) στις Βρυξέλλες την Τετάρτη 11 Μαρτίου, που επικεντρώθηκε σε πολιτικά και τεχνικά ζητήματα. Στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκε ότι οι τεχνικές ομάδες των θεσμών θα ταξιδέψουν στην Αθήνα την επόμενη ημέρα για μια διερευνητική αποστολή (fact finding) για να βοηθήσουν τις διαπραγματεύσεις του Brussels Group.
Στο πλαίσιο των προαναφερθέντων θεωρώ ότι είναι κρίσιμο να επιστήσω την προσοχή σας σε μια σειρά από εξελίξεις που είτε υπονομεύουν το πνεύμα των συμφωνιών είτε καθιστούν την εκπλήρωσή τους επικίνδυνα δύσκολη:
α) Στις 4 Φεβρουαρίου του 2015 η ΕΚΤ ήρε την εξαίρεση (waiver) για τις ελάχιστες προϋποθέσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης για χρεόγραφα που εκδίδονται από την ελληνική δημοκρατία ή έχουν την εγγύησή της, ενώ ξεκαθάριζε πως η εξαίρεση θα επανέλθει μόλις επέλθει μια συμφωνία σε επίπεδο Eurogroup. Επιπλέον, ακόμα και μετά την παραπομπή των ελληνικών τραπεζών στον μηχανισμό του ΕLA της ΤτΕ ΕΛΛ +1,52%, η ΕΚΤ ανεβάζει το όριο του ELA σε συντομότερα διαστήματα από το συνηθισμένο και σε μικρότερες αυξήσεις που δημιουργούν φήμες και προκαλούν αβεβαιότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ καθόρισε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να διακρατούν περισσότερα έντοκα από ό,τι στις 18 Φεβρουαρίου, περιορίζοντας τη συμμετοχή τους πολύ κάτω από το όριο για τα έντοκα. (Παρακαλώ σημειώστε ότι το καλοκαίρι του 2012, όταν μια νέα ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε στην ίδια θέση με τη δική μας, υπήρξε μια γενναιόδωρη επέκταση του ELA, το όριο έκδοσης εντόκων ανέβηκε ώστε να επιτραπεί στην κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τις αποπληρωμές χρέους στους πιστωτές μας και οι τράπεζες δεν περιορίστηκαν σε κανένα όριο μιας προηγούμενης ημερομηνίας. Με τον τρόπο αυτό η τότε κυβέρνηση και το Eurogroup εξασφάλισαν αρκετό «χώρο» για να φτάσουν σε μια συμφωνία που επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να μετακινηθούν από τον ELA και να επιστρέψουν στις συνηθισμένες μεθόδους χρηματοδότησης από την ΕΚΤ).
β) Εξαιτίας των αποτυχιών του παρελθόντος (των προηγούμενων κυβερνήσεων) για την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων αξιολογήσεων, οι εκταμιεύσεις με βάση τη δανειακή συμφωνία με τον ESM-EFSF έγιναν με πολλές διακοπές (ενώ αυτές του ΔΝΤ είχαν παρόμοιες καθυστερήσεις, δημιουργώντας ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό για το 2014 και το 2015. Σε αυτό περιλαμβάνονται και τα κέρδη από τις λήξεις ομολόγων του προγράμματος SMP της ΕΚΤ, τα οποία η ΕΚΤ διανέμει στα κράτη μέλη με την κατανόηση ότι θα μεταφερθούν στην ελληνική κυβέρνηση.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές χρήματος και επίσης εν όψει των αυξημένων υποχρεώσεων για την αποπληρωμή χρέους την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2015 (κυρίως προς το ΔΝΤ), πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως οι ειδικοί περιορισμοί της ΕΚΤ [δείτε πάνω το α)] σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις [δείτε το β)], θα καθιστούσαν αδύνατο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της για το χρέος. Η εξυπηρέτηση αυτών των υποχρεώσεων μόνο μέσω εσωτερικών πηγών, θα οδηγούσε σε μια μεγάλη επιδείνωση στη χτυπημένη από την ύφεση ελληνική οικονομία, ένα ενδεχόμενο που δεν θα το επιτρέψω.
Εν τω μεταξύ, λυπούμαι που πρέπει να αναφέρω πως έχει γίνει λίγη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις των τεχνικών ομάδων στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα. Ο λόγος για την εξαιρετικά αργή πρόοδο είναι πως οι τεχνικές ομάδες των θεσμών, καθώς και ορισμένοι παράγοντες σε υψηλότερο επίπεδο, φαίνεται να δίνουν μικρή σημασία στην συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν στη γραμμή του Μνημονίου Κατανόησης που είναι προγενέστερο τόσο της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου όσο και της 25ης Ιανουαρίου, της ημέρας που ο ελληνικός λαός εξέλεξε μια νέα ελληνική κυβέρνηση με εντολή να διαπραγματευτεί τη νέα διαδικασία που εγκαθίδρυσε η συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι εταίροι μας θεωρούν πως μια επιτυχημένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια μπορεί να πραγματοποιηθεί με τόσο αυστηρούς και πιεστικούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδοτικής πίεσης κάτω από την οποία εργάζεται η κυβέρνησή μου.
Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει σταθερή στη δέσμευσή της να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της στους εταίρους της στο πλαίσιο της επιστολής της 18ης Φεβρουαρίου και της απόφασης του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Ωστόσο είμαι υποχρεωμένος να σας ξεκαθαρίσω, πως για να συνεχίσουμε να τηρούμε τις δεσμεύσεις μας, όπως έχουμε κάνει ως τώρα, πρέπει να υπάρξει πρόοδος σε μια σειρά από μέτωπα:
α) Μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και την αποδοχή της παράτασης της Κύριας Σύμβασης Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης από τα κράτη μέλη και δεδομένου ότι συνεχίζονται οι συζητήσεις με τις τεχνικές ομάδες, η ΕΚΤ πρέπει να επαναφέρει τους όρους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών στην προ 4ης Φεβρουαρίου κατάσταση
β) Η διαδικασία με την οποία οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς και η αξιολόγησή τους, θα ξεκαθαρίζονται άμεσα ώστε να υπάρξει μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης ως το τέλος Απριλίου του 2015, καθώς και να συγκεκριμενοποιηθεί η επανεκκίνηση των εκταμιεύσεων με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων.
γ) Πρέπει να καθοριστεί η διαδικασία (καθώς και οι μετέχοντες και το χρονοδιάγραμμα) μέσω της οποίας θα συμφωνηθούν νέες ρυθμίσεις οι οποίες η κυβέρνησή μου θα ήθελε να πάρουν τη μορφή ενός Συμβολαίου για την Ανάκαμψη και την Εξέλιξη, μεταξύ των οποίων και οι προβλέψεις για το ελληνικό χρέος στο πνεύμα της συμφωνίας του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα δεσμεύεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της με καλή πίστη και σε συνεργασία με τους εταίρους της.
Για το σκοπό αυτό δεσμευόμαστε πλήρως στη διαδικασία που καθορίζει η συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, ώστε να ξεκινήσουμε άμεσα το έργο της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που είναι κρίσιμες για τις προοπτικές της οικονομίας για μια μακροπρόθεσμη ανάπτυξη σε μια χωρίς αποκλεισμούς Ευρώπη. Με την επιστολή αυτή σας απευθύνω έκκληση να μην επιτρέψετε ένα μικρό πρόβλημα ρευστότητας, και σε ορισμένες «θεσμικές αδράνειες», να μετατραπούν σε ένα μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη.