«Πόλεμος» έχει ξεσπάσει μεταξύ εφημερίδας «Πρώτο Θέμα» και υπουργείου Οικονομικών για ρεπορτάζ του εν λόγω εντύπου σχετικά με διαγραφή χρεών και άρση μέτρων για πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων της εταιρίας ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ Α.Ε. Παράλληλα το υπουργείο αφήνει αιχμές για «υποκινούμενο» ρεπορτάζ λόγω των εκκρεμών υποθέσεων του εκδότη Θέμου Αναστασιάδη με το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου:
«Τις τελευταίες εβδομάδες ο εκδότης της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», Θέμος Αναστασιάδης, έχει αποστείλει δύο εξώδικα στον Υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, σε συνέχεια απάντησης του Υπουργού σε ερώτηση στη Βουλή, σχετικά με την εκκρεμή έρευνα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για υποθέσεις του κ. Αναστασιάδη. Τα εξώδικα αυτά αποτελούν πρωτόγνωρη πρακτική και προφανή προσπάθεια εκφοβισμού και παρακώλυσης της έρευνας των αρμοδίων υπηρεσιών.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και το δημοσίευμα στο οποίο η εφημερίδα ψευδώς ισχυρίζεται ότι έγινε απόπειρα διαγραφής χρεών, άρση μέτρων σε υπό πτώχευση εταιρεία και χαριστική άρση των μέτρων που έχουν ληφθεί από τις φορολογικές αρχές για εξασφάλιση πληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων της εταιρείας ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ Α.Ε.
Το υποτιθέμενο «ρεπορτάζ» της εφημερίδας δημοσιεύει εσκεμμένα αποσπασματικές πληροφορίες, αποκρύπτοντας ουσιαστικά στοιχεία, παραποιώντας και διαστρεβλώνοντάς τα, παρέχοντας εν τέλει ψευδείς πληροφορίες, προκειμένου να συκοφαντήσει και να δημιουργήσει εντυπώσεις.
Το δημοσίευμα αναφέρεται σε δύο αποφάσεις που υπέγραψε ο Υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, (υπ’ αριθ. πρωτ. 1009262/10039/ΔΕ-Γ’/22.01.2010 και 1099569/12545/ΔΕ-Γ’/27.06.2010). Οι αποφάσεις αφορούν στην ατομική επιχείρηση του Ιωάννη Ραπτόπουλου και όχι στην ανώνυμη εταιρεία ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ Α.Ε., όπως αναφέρει το δημοσίευμα.
Από το κείμενο των αποφάσεων που εντέχνως και σκοπίμως αποσπασματικά δημοσιεύει η εφημερίδα προκύπτει σαφώς ότι τα αναγκαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί σε βάρος του κ. Ραπτόπουλου αφορούν στα χρέη της ατομικής επιχείρησης και όχι τα χρέη της ανωνύμου εταιρείας. Σε καμία περίπτωση δεν υπογράφηκε άρση μέτρων σε υπό πτώχευση εταιρεία.
Η ατομική επιχείρηση προβάλλει αξιώσεις έναντι του Δημόσιου και ζητά από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος Φ.Π.Α. ποσού 27.000.000 ευρώ.
Με την απόφαση C13/2006 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ορίζεται ότι η οδική βοήθεια έναντι συνδρομής θεωρείται ασφαλιστική υπηρεσία και συνεπώς δεν υπάγεται στον ΦΠΑ. Ο ΦΠΑ είναι συνεπώς επιστρεπτέος και η επιστροφή θα διενεργηθεί κατόπιν ελέγχου για να διαπιστωθεί εάν συντρέχει η περίπτωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα με το άρθρο 61 παραγρ. 1 του ν. 3842/2010.
Εν όψει συνεπώς των οφειλών της εταιρείας οι οποίες ανέρχονται σε 6.605.643 ευρώ και 7.043.859 ευρώ και της αξιώσεως της εταιρείας για επιστροφή ΦΠΑ ύψους 27.000.000 ευρώ κρίθηκε σκόπιμο να αρθούν μερικώς τα μέτρα της δέσμευσης του 50% των καταθέσεων και λογαριασμών στις τράπεζες για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μέχρι να εκκαθαρισθεί το επιστρεπτέο ποσό ΦΠΑ και να διενεργηθεί ο συμψηφισμός.
Η απόφαση αυτή ελήφθη προκειμένου να μην διακινδυνεύσει η συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης που απασχολεί 1300 εργαζόμενους, και να μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές της υποχρεώσεις. Είναι απολύτως νόμιμη, ταυτόσημη με αντίστοιχη απόφαση για άλλη εταιρεία του ίδιου κλάδου, και αποτέλεσμα εισήγησης των αρμοδίων φορολογικών αρχών και φυσικά όχι αυθαίρετη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι αποφάσεις που μνημονεύονται στο δημοσίευμα, απαγορεύουν την χορήγηση των πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, που απαιτούνται για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, μεταβίβασης ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται το δημοσίευμα.
Τέλος από τα στοιχεία του φακέλου της επιχείρησης δεν προκύπτουν φορολογικές οφειλές ύψους 70.000.000 ευρώ, όπως ψευδώς αναφέρει το δημοσίευμα.
Το δημοσίευμα επίσης αφήνει υπονοούμενα για προνομιακή μεταχείριση αναφερόμενο σε υποτιθέμενες «σχέσεις» με πρόσωπα που εργάζονται στην εν λόγω εταιρία τα οποία όμως είναι άγνωστα στον Υπουργό Οικονομικών.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν πολλά ερωτηματικά για το «ρεπορτάζ» της εφημερίδας και κυρίως για τα κίνητρά της. Γιατί μνημονεύονται δύο παλιές αποφάσεις, ένα χρόνο μετά, που και νομικά και ουσιαστικά είναι ορθές; Γιατί δεν διασταυρώθηκαν όσα γράφηκαν και γιατί ο δημοσιογράφος δεν απευθύνθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, για τις απαραίτητες διευκρινήσεις;
Η εποχή που κάποια Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης χρησιμοποιούσαν δήθεν «αποκαλύψεις» για να σκεπάζουν τις δικές τους υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος και μπορούσαν να πετυχαίνουν προνομιακή μεταχείριση έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Αυτονόητο είναι από τα παραπάνω ότι ο Υπουργός Οικονομικών θα καταθέσει αγωγή κατά της εφημερίδας για συκοφαντική δυσφήμιση.