Κρίνεται η τύχη των διαπραγματεύσεων – Με νέες προτάσεις αναχωρεί ο πρωθυπουργός
Συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ θα έχει σήμερα, στις Βρυξέλλες, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (CELAC.
Η νέα αυτή συνάντηση των τριών ηγετών αναμένεται με ιδιαίτερη αγωνία, καθώς τα χρονικά περιθώρια για την χώρα μας έχουν τραικα ελαχιστοποιηθεί, η δε μη εξεύρεση τελικής λύσης είναι βέβαιο ότι θα σηματοδοτήσει την απαρχή ανεξέλεγκτων καταστάσεων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην Ευρώπη γενικότερα.
Η συνάντηση πραγματοποιείται μετά από ατέρμονες και δαιδαλώδεις διαβουλεύσεις, και αφού οι Βρυξέλλες πρωτίστως διαμήνυσαν, διά στόματος Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, στην ελληνική κυβέρνηση ότι απαιτούνται επιπλέον υποχωρήσεις από εκείνες που κατεγράφησαν στο γνωστό κείμενο των 47 σελίδων, ώστε να καλυφθεί ολοκληρωτικά το δημοσιονομικό κενό.
Χθες το μεσημέρι ακόμη η τριμερής ήταν στον «αέρα» και χρειάστηκε κυβερνητική ανακοίνωση, αργά το βράδυ, για να καταστεί σαφές ότι τελικά θα πραγματοποιηθεί. Επίσης, χρειάστηκαν αγωνιώδεις προσπάθειες και δεσμεύσεις για νέα μέτρα από τους υπουργούς Νίκο Παππά και Ευκλείδη Τσακαλωτο, που βρίσκονται από προχθές στις Βρυξέλλες, καθώς και η κατάθεση νέων συμπληρωματικών κειμένων.
Χθες, σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera [βλ. σχετικά: Τσίπρας: Αρχή του τέλους της ευρωζώνης το Grexit], ο κ. Τσίπρας εξέφρασε την αισιοδοξία ότι στη σημερινή τριμερή συνάντηση «θα γίνει μια συζήτηση που θα μπει στην ουσία της προόδου που έχει επιτελεσθεί έως τώρα». «Θα ορίσουμε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για τη συμφωνία», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «όλα αυτά θα έχουν νόημα στον βαθμό που και από τη πλευρά των θεσμών υπάρχει διάθεση για την εξεύρεση σοβαρών λύσεων, στο θέμα της βιωσιμότητας του χρέους».
Η τριμερής στις Βρυξέλλες έρχεται λίγα εικοσιτετράωρα μετά την προειδοποίηση που απηύθυνε η Γερμανίδα καγκελάριος ότι η Ελλάδα δεν έχει πολύ χρόνο προκειμένου να κλείσει τη συμφωνία. Σε δηλώσεις της μετά τη Σύνοδο των ηγετών της G7 η Μέρκελ επανέλαβε την επιθυμία η Ελλάδα «να παραμείνει μέρος της Ευρωζώνης» και τόνισε ότι «υπάρχει η καθαρή διακήρυξη ότι η αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών χωρών και του ΔΝΤ προς την Ελλάδα, απαιτεί η Ελλάδα να εφαρμόσει μέτρα και να τα προτείνει».
Μάλιστα, όπως υπογράμμισε υπάρχει η κοινή θέση των τριών θεσμών -κάτι που χαρακτήρισε ως μεγάλη πρόοδο και ανέφερε ότι «σε αυτή τη βάση τρέχουν τώρα οι συζητήσεις. Και πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει πολύς χρόνος ακόμη. Και αυτό είναι το πρόβλημα. Και για αυτό πρέπει να εργαστούμε πολύ εντατικά».
Απ’ την πλευρά του ο Γάλλος πρόεδρος είχε ζητήσει μετά τη Σύνοδο των G7 επιτάχυνση των συνομιλιών προκειμένου Ελλάδα και πιστωτές να καταλήξουν σε συμφωνία πριν από το τέλος Ιουνίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων, η Γερμανίδα καγκελάριος και ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είχαν χθες έκτακτη συνάντηση με αντικείμενο τον συντονισμό της γερμανικής κυβέρνησης στο θέμα του ελληνικού προγράμματος [βλ. σχετικά: Έκτακτη συνάντηση Μέρκελ – Γκάμπριελ].
Ποιες «κόκκινες γραμμές» παραμένουν
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει πλέον μόνο σε ορισμένες ελάχιστες θέσεις, κυρίως το Εργασιακό και οι μειώσεις συντάξεων. Ωστόσο αποδέχθηκε να ανεβάσει το πρωτογενές πλεόνασμα από το 0,6% του ΑΕΠ, που είχε προτείνει, στο 0,75%, καλώντας τους δανειστές να κάνουν κι αυτοί μία μικρή υποχώρηση από το 1% που απαιτούν.
Επιμένει επίσης σε μια ρητή δέσμευση για τη ρύθμιση του χρέους, έστω σε μεσοπρόθεσμη προοπτική, καθώς και στο αναπτυξιακό σκέλος της συμφωνίας. Υπό αυτούς τους όρους, είναι πρόθυμη να δεχθεί και μία παράταση του νυν προγράμματος.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός πηγαίνει στην συνάντηση έχοντας «αφοπλίσει» τους «αντιδραστικούς» στο εσωτερικό του κόμματός του, που απειλούσαν με προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, αν δεν επέλθει μια λογική και συμφέρουσα συμφωνία.
Μιλώντας στην πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει θέμα προσφυγής σε εκλογές, απαντώντας και σε όσους στο εσωτερικό του κόμματος ζητούν κάτι τέτοιο.
Ωστόσο υπάρχει σαφώς το εσωτερικό μέτωπο που πρέπει να διαχειριστεί, ιδίως μετά την κίνηση των 22 βουλευτών να ζητήσουν θεσμοθέτηση των Εργασιακών.