Την πορεία των διαπραγματεύσεων μέχρι τη στιγμή που επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα σε κυβέρνηση και δανειστές στη μαραθώνια Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών, σχολιάζει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Λαπαβίτσας.
Σε άρθρο του στο «The Press Project», υπό τον τίτλο «Ποιος τελικά ακολούθησε το δρόμο του Σόιμπλε;», ο κ. Λαπαβίτσας αφού υπενθυμίζει τις βασικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τις οποίες βρέθηκε στην εξουσία της χώρας, αναφέρεται στον εκβιασμό που ασκήθηκε στην Ελλάδα αλλά και στις επιλογές του Σόιμπλε ως «λύση» στον ελληνικό ζήτημα.
«Όλοι πλέον καταλαβαίνουν ότι η πλευρά μας πήγε απροετοίμαστη στις διαπραγματεύσεις, με τελείως λανθασμένη αντίληψη της “Ευρώπης”. Ήταν απαραίτητο να υπάρχει Σχέδιο Β, με τεχνική επεξεργασία και άμεση λαϊκή συμμετοχή» τονίζει στο άρθρο του ο βουλευτής.
«Ο δρόμος των μνημονίων που τελικά διάλεξε η κυβέρνηση θα τραυματίσει κι άλλο τη οικονομία και την κοινωνία και είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί ανεφάρμοστος» συνεχίζει και εξηγεί ποια είναι η μόνη επιλογή για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο:
«Χρειαζόμαστε ολική αλλαγή στρατηγικής που θα στηρίζεται στη διαμόρφωση σχεδίου εξόδου από τη ΟΝΕ σε συνεχή διαβούλευση με τον ελληνικό λαό. Για να γίνει αυτό απαιτείται καταρχήν να συζητηθεί με ειλικρίνεια τι προτάθηκε στις διαπραγματεύσεις και πως πάρθηκε η απόφαση που τελικά οδήγησε στο νέο μνημόνιο. Στη συζήτηση αυτή πρέπει επειγόντως να συμμετέχουν τα όργανα και οι συλλογικότητες του Σύριζα».
Αναλυτικά το άρθρο του Κώστα Λαπαβίτσα:
«Η ριζοσπαστική εναλλακτική λύση για την Ελλάδα περιλαμβάνει έξοδο από το ευρώ, με βαθιά διαγραφή του χρέους, δημόσια ιδιοκτησία και διοίκηση των τραπεζών, έλεγχο των κεφαλαιακών ροών, άρση της λιτότητας και πολλά άλλα μέτρα που και μόνο στο άκουσμά τους θα κινδύνευε με αποπληξία ο στυγνός Γερμανός δικηγόρος ο οποίος διαχειρίζεται το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης.
Το γενικό περίγραμμα αυτής της λύσης υπάρχει από καιρό, αλλά δυστυχώς οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια δεν επέτρεψαν ούτε καν το άνοιγμα της σχετικής συζήτησης, πόσο μάλλον την επεξεργασία και την ανοιχτή παρουσίασή της σην κοινωνία. Η επίσημη γραμμή ήταν ότι θα πετυχαίναμε συμφωνία μέσα στο ευρώ γιατί τελικά οι “εταίροι” θα έκαναν πίσω. Τους είχαμε στο χέρι … Υπήρχε τόση βεβαιότητα για τη θέση αυτή που δεν χρειαζόταν καν να συζητηθεί οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Κι έτσι, όταν οι “εταίροι” μας άσκησαν τον αναμενόμενο ωμό εκβιασμό, καταντήσαμε να δεχτούμε ένα νέο μνημόνιο.
Ποιος όμως ήταν ακριβώς ο εκβιασμός που μας άσκησαν;
Από πολύ επίσημα χείλη ακούστηκε ότι το δίλημμα ήταν τρομακτικό: ένα κακό, κάκιστο μνημόνιο, ή μια άτακτη χρεοκοπία με έξοδο από το ευρώ. Το δεύτερο υποτίθεται ότι θα ήταν απόλυτα καταστροφικό και άρα η κυβέρνηση – με βαριά καρδιά – αποδέχτηκε το πρώτο.
Ειπώθηκε επίσης ότι υπήρχε και κάποια “λύση Σόιμπλε”, που πρότεινε προσωρινή έξοδο από το ευρώ, αλλά και μόνο η σύνδεση ενός δρόμου για την Ελλάδα με το όνομα του κατεξοχήν βασανιστή της αρκεί για να την κάνει αποτρόπαια στα μάτια των πολιτών. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η απαράδεκτη σύνδεση που επιχειρείται του Σόιμπλε με την εναλλακτική λύση της ριζοσπαστικής εξόδου.
Το μνημόνιο, λοιπόν, εμφανίζεται ως μονόδρομος για μια ακόμη φορά. Είναι όμως έτσι; Τι πραγματικά πρότεινε ο Σόιμπλε;
Στη διαπραγματευτική ομάδα δεν μετέχω, ούτε και ποτέ είχα ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στις διαπραγματεύσεις, άρα δε μπορώ να ξέρω από πρώτο χέρι τι έγινε στις συνομιλίες. Διαβάζω όμως τα δημοσιοποιημένα κείμενα. Στις 10 Ιουλίου κυκλοφόρησε ένα κείμενο από επίσημες γερμανικές πηγές, το οποίο παραθέτω στα αγγλικά και μεταφρασμένο στα ελληνικά, που φαίνεται να είναι το πραγματικό “δίλημμα Σόιμπλε” για την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Σόιμπλε φαίνεται ότι έδωσε δύο επιλογές στην Ελλάδα.
Η πρώτη ήταν ουσιαστικά να υπογράψουμε μνημόνιο που θα περιλάμβανε σκληρή λιτότητα, ενισχυμένη με τρία ακόμη μέτρα: 1) τον σχηματισμό ταμείου 50 δις για την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, 2) την αναδιάρθρωση της κρατικής μηχανής υπό την εποπτεία της ΕΕ, 3) τον αυτόματο περιορισμό των δαπανών σε περίπτωση που οι στόχοι της λιτότητας δεν επιτυγχάνονται.
Η δεύτερη ήταν να υπάρξει προσωρινή έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ (για μια πενταετία), σε περίπτωση που δεν θα υπήρχαν εγγυήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και την εκτέλεση του προγράμματος λιτότητας. Η προσωρινή έξοδος θα συνοδευόταν από αναδιάρθρωση του χρέους στη βάση της πρακτικής της Λέσχης του Παρισιού. Θα υπήρχε επίσης ανθρωπιστική βοήθεια για την αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων της εξόδου, καθώς και τεχνική βοήθεια που μάλλον θα ήταν η στήριξη της ισοτιμίας του νέου νομίσματος.
Επαναλαμβάνω ότι η προσωρινή έξοδος που προτείνει ο Σόιμπλε απέχει παρασάγγας από τη ριζοσπαστική έξοδο. Είναι πιθανό ο Σόιμπλε να ζητούσε την επιβολή όρων για να υπάρξει η στήριξη της νέας ισοτιμίας. Είναι επίσης πιθανό η διαγραφή του χρέους, αν συνέβαινε, να μην ήταν αρκετά βαθιά και επίσης να συνοδευόταν από δύσκολες διαδικασίες και όρους. Είναι βέβαιο, τέλος, ότι η πρότασή του δεν θα περιείχε ριζικά μέτρα αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος σε δημόσια βάση και με τρόπο που να ευνοεί την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τη σεισάχθεια των ιδιωτικών χρεών.
Το πρόβλημα είναι αλλού. Είναι φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση, παρά τα όσα λέγονται, δεν πήγε κόντρα στον Σόιμπλε. Απλώς διάλεξε τον πρώτο δρόμο που της πρόσφερε ο οικονομικός προκουράτορας της Ευρώπης. Το κείμενο που ψηφίστηκε στη Βουλή βασίζεται ξεκάθαρα στην πρόταση Σόιμπλε: σκληρό μνημόνιο, ταμείο εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, νεοαποικιακή επιτήρηση, αυτόματος περιορισμός των δαπανών και πολλά άλλα τρομακτικά μέτρα, ιδίως για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο Σόιμπλε τελικά επέβαλε τη θέλησή του. Το νέο, κάκιστο, μνημόνιο δεν αποτελεί διέξοδο που μας πρόσφεραν οι Γάλλοι “φίλοι” μας. Ο Σόιμπλε το καθόρισε και η διαπραγμάτευση ήταν για τις λεπτομέρειες.
Το πρόβλημα είναι όμως ακόμη μεγαλύτερο. Το υποτιθέμενο δίλημμα “μνημόνιο ή άτακτη χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ” δεν φαίνεται να τέθηκε ποτέ από τον Σόιμπλε. Άλλες ήταν οι επιλογές που μας έδωσε. Γιατί, λοιπόν, η ελληνική πλευρά αποφάσισε να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο του Σόιμπλε; Ποιός υπολόγισε το κόστος και τις επιπτώσεις των δύο επιλογών και με ποιά κριτήρια; Γιατί προτιμήσαμε να σκύψουμε το κεφάλι και να δεχτούμε ένα νέο μνημόνιο; Και πότε ενημερώθηκε ο ελληνικός λαός, ή ακόμη και τα συλλογικά όργανα του Σύριζα;
Τα ερωτήματα αυτά είναι αμείλικτα και απαιτούν απάντηση. Όλοι πλέον καταλαβαίνουν ότι η πλευρά μας πήγε απροετοίμαστη στις διαπραγματεύσεις, με τελείως λανθασμένη αντίληψη της “Ευρώπης”. Ήταν απαραίτητο να υπάρχει Σχέδιο Β, με τεχνική επεξεργασία και άμεση λαϊκή συμμετοχή.
Ο δρόμος των μνημονίων που τελικά διάλεξε η κυβέρνηση θα τραυματίσει κι άλλο τη οικονομία και την κοινωνία και είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί ανεφάρμοστος. Ο Σύριζα θριάμβευσε στις εκλογές γιατί υποσχέθηκε απόρριψη των μνημονίων, βαθιά αλλαγή οικονομικής πολιτικής και ριζοσπαστικές τομές στην ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα συνεχίζει να τα χρειάζεται όλα αυτά, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Έγινε όμως πλέον ξεκάθαρο ότι το πρόγραμμα του Σύριζα είναι παντελώς ανέφικτο χωρίς έξοδο από την ΟΝΕ.
Χρειαζόμαστε ολική αλλαγή στρατηγικής που θα στηρίζεται στη διαμόρφωση σχεδίου εξόδου από τη ΟΝΕ σε συνεχή διαβούλευση με τον ελληνικό λαό. Για να γίνει αυτό απαιτείται καταρχήν να συζητηθεί με ειλικρίνεια τι προτάθηκε στις διαπραγματεύσεις και πως πάρθηκε η απόφαση που τελικά οδήγησε στο νέο μνημόνιο. Στη συζήτηση αυτή πρέπει επειγόντως να συμμετέχουν τα όργανα και οι συλλογικότητες του Σύριζα.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΠΟΥ ΕΘΕΣΕ Ο ΣΟΪΜΠΛΕ
«Σχόλια σχετικά με τις τελευταίες ελληνικές προτάσεις», 10 Ιουλίου 2015
Στις 9 Ιουλίου η Ελλάδα κατέθεσε μία λίστα προτάσεων, οι οποίες βασίζονται στο τελευταίο προσχέδιο της Τρόικας, που είχε συνταχθεί για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από το EFSF. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης οικονομικής μεγέθυνσης και της βιώσιμης ανάπτυξης. Μεταξύ αυτών, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις, τραπεζικός τομέας, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν επαρκούν.
Αυτές οι προτάσεις έχουν σοβαρές ελλείψεις σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Για αυτό αυτές οι προτάσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για ένα εντελώς καινούριο, τριετές πρόγραμμα του ESM, όπως αιτήθηκε η Ελλάδα. Χρειαζόμαστε μία καλύτερη, βιώσιμη λύση, διατηρώντας το ΔΝΤ εν ενεργεία. Αυτές είναι οι δύο επιλογές:
1. Οι ελληνικές αρχές να βελτιώσουν γρήγορα και σημαντικά τις προτάσεις τους, με την πλήρη στήριξη της Βουλής τους. Οι βελτιώσεις πρέπει να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη, να διαβεβαιώσουν την βιωσιμότητα του χρέους και την επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος, ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση στις αγορές μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Οι βελτιώσεις περιλαμβάνουν:
α) Μεταφορά ελληνικών περιουσιακών στοιχείων ύψους 50 δισ. ευρώ σε ένα εξωτερικό ταμείο (trust fund) όπως το Ινστιτούτο Ανάπτυξης στο Λουξεμβούργο, ώστε να ιδιωτικοποιηθούν και να μειωθεί το χρέος.
β) την ενίσχυση της ικανότητας και αναμόρφωση της ελληνικής διοίκησης υπό την επιτροπεία της Κομισιόν για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος
γ) αυτόματες περικοπές δαπανών σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για μείωση του ελλείμματος.
Παράλληλα, μια σειρά μορφών χρηματοδότησης που θα τεθούν από κοινού για να γεφυρωθεί το χρονικό χάσμα μέχρις ότου θα μπορούσε να γίνει μια πρώτη εκταμίευση στο πλαίσιο του ενισχυμένου προγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι το υφιστάμενο ρίσκο της μη σύναψης ενός νέου προγράμματος με τον ESM θα πρέπει να βαραίνει την Ελλάδα, όχι τις χώρες της Ευρωζώνης.
2) Σε περίπτωση που η βιωσιμότητα του χρέους και η αξιόπιστη προοπτική εφαρμογή δεν μπορούν να διασφαλιστούν εκ των προτέρων η Ελλάδα θα πρέπει, μέσω ταχέων διαπραγματεύσεων, να τεθεί σε ένα timeout από την Ευρωζώνη, με ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους, εάν είναι απαραίτητο, με τρόπο που προσιδιάζει στην προσφυγή σε ένα θεσμό όπως λχ η Λέσχη των Παρισίων – τουλάχιστον κατά τα επόμενα 5 χρόνια. Μόνο αυτή η λύση θα μπορούσε να επιτρέψει επαρκή αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία δεν θα ήταν σύμφωνη με την ένταξη σε μια νομισματική ένωση.
Αυτή η λύση θα συνοδεύεται από στήριξη για την Ελλάδα ως κράτος-μέλος της ΕΕ και για τους Έλληνες πολίτες, με ενίσχυση της ανάπτυξης, ανθρωπιστική και τεχνική βοήθεια στα επόμενα χρόνια. Θα πρέπει επίσης να συνοδεύεται από τον ανορθολογισμό όλων των πυλώνων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και από συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση της διακυβέρνησης της Ευρωζώνης».