Τα πολιτικά και νομικά επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, με τα οποία αντικρούονται οι θέσεις της ΠΔΓΜ, πρόβαλε δυναμικά, όπως εκτιμούν αρμόδιες πηγές, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ), η νομική ομάδα της Ελλάδας, κατά το δεύτερο γύρο της προφορικής διαδικασίας της ελληνικής δευτερολογίας που ολοκληρώθηκε την Τετάρτη στην πρωτεύουσα της Ολλανδίας.
Βασικά σημεία των επιχειρημάτων έναντι των θέσεων της άλλης πλευράς, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά την συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου (β΄ γύρος προφορικής διαδικασίας/σκοπιανή παρουσίαση), υπήρξαν, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, τα εξής:
Πρώτον: Η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και το απαράδεκτο της προσφυγής της ΠΓΔΜ λόγω στενής συνάφειας της διαφοράς με το θέμα του ονόματος, τις διαδικασίες του ΝΑΤΟ και της συνακόλουθης έλλειψης δυνατότητας πρακτικής εφαρμογής της απόφασης.
Δεύτερον: Από πλευράς ουσίας, η μη παραβίαση από την χώρα μας του άρθρου 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δοθέντος ότι, μεταξύ άλλων, επρόκειτο για συλλογική απόφαση όχι της χώρας μας, αλλά της Συμμαχίας, με βάση τα κριτήρια ένταξης σε αυτήν και, επίσης, λόγω της χρήσης της συνταγματικής ονομασίας σε διεθνείς οργανισμούς από πλευράς ΠΓΔΜ έδιδε στη χώρα μας δικαίωμα να προβάλει αντίρρηση.
Τρίτον: Επίκληση του Άρθρου 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις της τελευταίας δεν έρχονται σε αντίθεση με προϋφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που προκύπτουν από άλλες διμερείς συμφωνίες ή την συμμετοχή τους σε διεθνείς οργανισμούς.
Τέταρτον: Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας είχε κάθε δικαίωμα, με βάση τις ειδικές περιστάσεις (αντισυμβατική συμπεριφορά ΠΓΔΜ, όπως αλυτρωτικές ενέργειες κλπ) να προβάλει αντίρρηση στην εισδοχή της στο ΝΑΤΟ.
Η παρουσίαση της ελληνικής δευτερολογίας έγινε από τους καθηγητές – νομικούς συμβούλους, Αλέν Πελέ, Μάικλ Ράισμαν, Τζέιμς Κρόφορντ και Τζορτζ Αμπι-Σααμπ. Η εισαγωγή και το πολιτικό υπόβαθρο της υπόθεσης τέθηκαν από την εκπρόσωπο της Ελλάδος, νομική σύμβουλο Μ. Τελαλιάν. Ο εκπρόσωπος της Ελλάδος, πρέσβης ε.τ., Γεώργιος Σαββαϊδης, ολοκλήρωσε την ελληνική παρουσίαση, συνοψίζοντας την νομική επιχειρηματολογία, θέτοντας τα πολιτικά δεδομένα και υποβάλλοντας στο Δικαστήριο τα αιτήματα της ελληνικής πλευράς ως προς την ετυμηγορία.
Ειδικότερα, η ελληνική επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε, εκ νέου, στους ακόλουθους άξονες:
(α) Η κ. Τελαλιάν ανέπτυξε ότι, ήδη από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, είχε διαφανεί ότι η ΠΓΔΜ θα ακολουθούσε διπλή τακτική καταστρατήγησής της, δηλαδή, αφενός, σταδιακή καθιέρωση της χρήσης της συνταγματικής ονομασίας εντός των διεθνών οργανισμών και, αφετέρου, συγκέντρωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού διμερών αναγνωρίσεων, με αποκλειστικό στρατηγικό στόχο την de facto καθιέρωση της ονομασίας επιλογής της και την υπονόμευση της διαπραγματευτικής διαδικασίας για το όνομα, παραβιάζοντας τόσο τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, όσο και την ίδια την Ενδιάμεση Συμφωνία.
Η κ. Τελαλιάν υπογράμμισε το βάρος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών και την πρωτεύουσα σημασία που η Ελλάδα της αποδίδει ως όχημα φιλίας και συνεργασίας, και όχι ως ένα ακόμη χώρο ανάδειξης διαφορών και προβλημάτων. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η Ελλάδα δεν κατήγγειλε την Ενδιάμεση Συμφωνία, παρά τις επανειλημμένες παραβιάσεις της εκ μέρους της ΠΓΔΜ και αντίστοιχες προς τούτο ελληνικές επισημάνσεις/διαμαρτυρίες ενώπιον διεθνών οργάνων.
(β) Ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ, επαναλήφθηκε, από τον καθηγητή κ. Ράισμαν, ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά έχει σχέση, τόσο άμεση όσο και έμμεση, με την επίλυση του κεντρικού ζητήματος της ονομασίας, το οποίο ρητά εξαιρείται, με βάση το Άρθρο 5 παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, από την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση δε που το δικαστήριο θα εδέχετο να δικάσει την συγκεκριμένη διαφορά, στην ουσία δέχεται και την δικαιοδοσία του επί του προαναφερομένου εξαιρουμένου ζητήματος και, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, θα υπονόμευε αυτό τούτο το περιεχόμενο και τους στόχους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και θα προκαταλάμβανε ακόμη και το αποτέλεσμα των υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των ΗΕ.
(γ) Όσον αφορά δε στο άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, σημειώθηκε από τον καθηγητή κ. Κρόφορντ, ότι τούτο δεν αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων χώρων έναντι των διατάξεών της, αλλά αντίθετα έχει ως αντικείμενο να διατηρήσει και να μη θίξει τα προϋφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει έναντι τρίτων τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη στην Ενδιάμεση Συμφωνία (δηλ. η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ). Συνεπώς, οι διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, και ειδικά το άρθρο 11, κάμπτονται όταν πρόκειται για τον σεβασμό των κριτηρίων, όρων και υποχρεώσεων τα οποία πρέπει να πληροί ένα κράτος προκειμένου να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Κατόπιν, o καθηγητής κ. Κρόφορντ επικεντρώθηκε στο γράμμα της απόφασης 817 του ΣΑ και στην αναφορά στην υποχρέωση του αντίδικου να χρησιμοποιεί αποκλειστικά την προσωρινή ονομασία για όλους τους σκοπούς εντός των διεθνών οργανισμών, υποχρέωση που παραβιάζεται κατάφωρα και συστηματικά από την ΠΓΔΜ. Τόνισε δε ότι η υποχρέωση αυτή να χρησιμοποιούν την προσωρινή ονομασία είναι συνεχής και δεσμεύει την ΠΓΔΜ διότι πηγάζει από υποχρεωτική απόφαση του ΣΑ, κατά το άρθρο 25 του Χάρτη, έχει δε λάβει και την νομικά δεσμευτική μορφή με την ενσωμάτωσή της στην Ενδιάμεση Συμφωνία.
(δ) Στη συνέχεια, ο καθηγητής κ. Πελέ αναφέρθηκε εκ νέου στις παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από πλευράς της ΠΓΔΜ και στις σχετικές διαμαρτυρίες της χώρας μας, κατά την περίοδο πριν από τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου. Ως εκ τούτου, ότι και εάν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι η χώρα μας αντιτάχθηκε στην εισδοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, τούτο μπορεί να δικαιολογηθεί στην βάση της αρχής του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, η οποία διέπει τόσο την θεωρία των αντιμέτρων στο δίκαιο της διεθνούς ευθύνης, όσο και τις σχετικές με την αναστολή της εφαρμογής των συνθηκών διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το δίκαιο των συνθηκών.
(ε) Κατόπιν, ο καθηγητής κ. Αμπι-Σάαμπ συνόψισε ορισμένους κύριους άξονες της νομικής μας επιχειρηματολογίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις διαμαρτυρίες της ελληνικής πλευράς σε διεθνείς οργανισμούς για την χρήση από την ΠΓΔΜ της συνταγματικής της ονομασίας. Επίσης, αντέκρουσε το επιχείρημα της ΠΓΔΜ ότι το δικαίωμά της να χρησιμοποιεί την συνταγματική της ονομασία βρίσκει έρεισμα σε δήλωση του κ. Νίμιτς του έτους 1993, καθώς η δήλωση αυτή δεν αφορά στην χρήση της συνταγματικής ονομασίας από τις αρχές της ΠΓΔΜ. Τέλος, στο επιχείρημα της ΠΓΔΜ ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία επιτρέπει στην ΠΓΔΜ να χρησιμοποιεί την συνταγματική της ονομασία σε διεθνείς οργανισμούς στις σχέσεις της με την Ελλάδα και, κατ΄ επέκταση σε πολυμερές επίπεδο, απάντησε ότι τούτο είναι αβάσιμο καθώς (i) η χώρα μας ακόμα και σε διμερές επίπεδο δεν αποδέχεται την ονομασία αυτή αλλά εναποθέτει σχετική σφραγίδα μη αναγνώρισης στα έγγραφα της ΠΓΔΜ και (ii) σε πολυμερές επίπεδο η απόφαση 817(1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν παρέχει έρεισμα για μια τέτοια ερμηνεία. Καταλήγοντας, τόνισε ότι μια απόφαση του Δικαστηρίου η οποία τυχόν θα δικαίωνε την ΠΓΔΜ θα παράβλαπτε σημαντικά την επίλυση της διαφοράς γύρω από το όνομα.
(στ) Ο εκπρόσωπος της Ελλάδος, Πρέσβης ε.τ. κ. Σαββαϊδης, παρέθεσε, σε περίληψη, τα σημεία τα οποία ανέδειξε και απέδειξε η ελληνική επιχειρηματολογία, και πιο συγκεκριμένα ότι:
-Η υπόθεση είναι εκτός δικαιοδοσίας του ΔΔΧ, δεδομένου ότι ανάγεται «άμεσα ή έμμεσα» στην διαφορά περί το όνομα, η οποία ρητά εξαιρείται της εν λόγω δικαιοδοσίας, καθώς επίσης στερείται και του χαρακτήρος του παραδεκτού.
-Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι ήταν συλλογική και αποτέλεσμα μακράς διαδικασίας διαβουλεύσεων, σύμφωνα με πάγια καθιερωμένη εν προκειμένω πρακτική της Συμμαχίας.
-Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η συμπεριφορά του αντιδίκου και η μέχρι τότε εκ μέρους του αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του, όπως αυτές απορρέουν από την Ενδιάμεση Συμφωνία (επανειλημμένες παραβιάσεις), συνιστούν επαρκή δικαιολογητική βάση για την έλλειψη ελληνικής υποστήριξης έναντι της υποψηφιότητας της ΠΓΔΜ για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
-Η Ελλάδα, το 1995, έλαβε την στρατηγική απόφαση για επίτευξη συμφωνημένης λύσης για το όνομα μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των ΗΕ. Και σε αυτήν την απόφαση επέμεινε και επιμένει μέχρι σήμερα.
Υπό το φως των ανωτέρω, κατέληξε ο κ. Σαββαϊδης, η Ελλάδα ζητεί από το Δικαστήριο (i) να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο για την εκδίκαση της ενώπιον αυτού υπόθεσης και τα αιτήματα του αντιδίκου ως μη παραδεκτά και (ii) σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποδεχθεί αρμοδιότητα και κηρύξει τα αιτήματα παραδεκτά, να τα απορρίψει για λόγους ουσίας, δηλαδή ως αβάσιμα.
Στο τέλος της συνεδρίασης, ο Δικαστής κ. Μπενούνα (Μαρόκο) υπέβαλε στην ελληνική πλευρά την ακόλουθη ερώτηση: «Ποιες ήταν οι θέσεις και οι απόψεις που ανέπτυξε η Ελλάδα, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης που προηγήθηκε, αλλά και κατά την Σύνοδο του Βουκουρεστίου, στο ΝΑΤΟ, όσον αφορά στο αίτημα της ΠΓΔΜ για ένταξη».
Το Δικαστήριο έδωσε στην Ελλάδα προθεσμία μέχρι τις 7 Απριλίου να υποβάλει την απάντησή της, και επιπλέον επτά ημέρες στην αντίδικο για τον δικό της σχολιασμό ως προς την απάντηση.