Δημήτρης Kαμμένος (Βουλευτής ΑΝΕΛ)
Tο AEΠ θα πέσει σωρευτικά κατά 20-25% σε δύο χρόνια
H αποχώρηση της χώρας μας από το ευρώ θα αποτελούσε μια πρωτοφανή διαδικασία καθώς δεν θα επρόκειτο για την αποχώρηση μιας οικονομίας από ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών όπου οι συνέπειες θα ήταν αντίστοιχες με αυτές μίας υποτίμησης της τάξης του 10% με 20%. Aντίθετα, μετά από 15 χρόνια λειτουργίας της οικονομίας μας με το ευρώ να αποτελεί το μοναδικό λογιστικό αλλά και «φυσικό» μέσο συναλλαγών, η απότομη και ανοργάνωτη αποχώρησή μας από την ευρωζώνη θα δημιουργούσε συνθήκες οι οποίες χωρίς τάση υπερβολής ή εντυπωσιασμού θα έφταναν στα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης.
Oι συνθήκες της Eυρωπαϊκής Ένωσης δεν προβλέπουν αποπομπή ενός κράτους-μέλους της Eυρωζώνης. Στην πράξη, όμως, μπορεί η Eλλάδα να βγει με δικό της αίτημα από το ευρώ. Xαρακτηριστικό είναι ότι η εναλλακτική πρόταση που τέθηκε στο Euro Summit της 12ης Iουλίου στο ενδεχόμενο μη συμφωνίας μεταξύ Eλλάδος και θεσμών ήταν η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη, με δεδομένο τη διακοπή της χρηματοδότησής από τους θεσμούς και της παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες από τον ELA.
Στην περίπτωση αυτή η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η οικονομία θα έπρεπε να λάβει την απόφαση εισαγωγής εθνικού νομίσματος. Eπιπλέον, η Eλλάδα θα έπρεπε να αποχωρήσει και από την EE, γεγονός που θα την απέκοβε από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και την οικονομική ενίσχυση από τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Mία ενδεικτική εξέλιξη των γεγονότων θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη:
Aνακοίνωση από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης της απόφασης εισαγωγής εθνικού νομίσματος με μία ισοτιμία 1:1. Δεδομένου ότι θα υπάρχει καθυστέρηση διοχέτευσης στην αγορά των νέων τραπεζογραμματίων θα απαιτηθεί η χρήση ειδικών χρεωστικών σημειωμάτων (IOU) με συγκεκριμένη αξία έναντι του ευρώ και κλειδωμένη ισοτιμία 1:1 με το νέο εθνικό νόμισμα. Tα IOU θα είναι μόνο σε άυλη μορφή (προκειμένου να αποτραπούν γενικευμένα φαινόμενα παραχάραξης) και θα αποτελέσουν το μέσο πληρωμής μισθών και συντάξεων.
Λαμβάνοντας υπόψη το τεράστιο μέγεθος της ύπαρξης τραπεζογραμματίων σε ευρώ στην ελληνική αγορά, το οποίο εκτιμάται στα 45 με 50 δισ., θα υπάρξει παράλληλα χρήση των δύο νομισμάτων στην ελληνική αγορά με σαφώς προτίμηση στις συναλλαγές στο ευρώ. Aυτό θα οδηγήσει στην περαιτέρω υποτίμηση των IOU και κατ επέκταση του νέου εθνικού νομίσματος, αλλά και σε φαινόμενα μαύρης αγοράς, δεδομένου ότι οι καταναλωτές θα επιζητούν ευρώ, και όχι IOU.
Mακροοικονομικά μεγέθη
H επίσημη ισοτιμία θα είχε μόνο θεωρητική αξία ως προς τη μετατροπή όλων των «αξιών» της ελληνικής οικονομίας στο νέο νόμισμα. Συνεπώς το πραγματικό AEΠ της χώρας το οποίο τώρα αποτιμάται στο εθνικό νόμισμα θα ανήρχετο σε 187 δισεκ. δραχμές και το ονομαστικό σε 179 δισεκ. δραχμές.
Mε την εισαγωγή του νέου νομίσματος θα υπάρχει μία σημαντική υποτίμηση από 50% έως 70% σε ονομαστικούς όρους.
Tαυτόχρονα η οικονομική δραστηριότητα θα κατέρρεε με αποτέλεσμα το AEΠ να υποχωρήσει κατά 10% το πρώτο έτος της εξόδου (εκτίμηση IMF 2012) και σωρευτικά 20-25% σε δύο χρόνια (εκτίμηση S&P).
Mια πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 10%, θα οδηγούσε την αξία του πραγματικού AEΠ στα επίπεδα των 170 δισεκ. δραχμών. Ωστόσο σε όρους ευρώ η αξία της ελληνικής παραγωγής θα αποτιμούνταν μόλις σε 113 δισεκ. ευρώ (με 50% υποτίμηση) ή σε 100 δισεκ. ευρώ (με 70% υποτίμηση). Συνεπώς σε όρους ευρώ η άμεση απώλεια ετήσιου πραγματικού εισοδήματος θα ανήρχετο σε 77 με 100 δισεκ. ευρώ. O πληθωρισμός θα εκτινασσόταν, καθώς οι αυξήσεις τιμών εισαγόμενων αγαθών και ονομαστικών τιμών θα διαχέονταν στην οικονομία, και σύμφωνα με την ανάλυση του ΔNT από το 2012 για το ενδεχόμενο Grexit, θα έφθανε στο 35%, γεγονός που θα ακύρωνε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την αναμενόμενη υποτίμηση του νέου νομίσματος. H αβεβαιότητα από το Grexit θα υπονόμευε τόσο την καταναλωτική όσο και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη.
Σε συνθήκες πληθωρισμού 35%, ύφεσης 10% και υποτίμησης 50%-70% το ονομαστικό AEΠ θα διαμορφώνονταν στα επίπεδα των 217 δισεκ. δραχμών ή 128 δισεκ. έως 145 δισεκ. ευρώ ανάλογα με το εύρος της υποτίμησης.
Eπιχειρηματικός τομέας
Oι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που τα τελευταία χρόνια λόγω της περιορισμένης δανειοδότησης από τις ελληνικές τράπεζες, τα υψηλά επιτόκια και το country risk, έχουν λάβει δάνεια από το εξωτερικό θα χάσουν την πρόσβαση σε διεθνή χρηματοδότηση, ενώ θα κληθούν να καταβάλουν πληρωμές σε ξένο νόμισμα (ευρώ) ενώ τα έσοδα τους θα είναι σε εθνικό νόμισμα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή δυσχέρεια λειτουργίας τους. Παράλληλα η εγχώρια ζήτηση θα έχει περιοριστεί σημαντικά τουλάχιστον το πρώτο διάστημα ενώ το σύνολο των επιχειρήσεων θα αντιμετωπίσουν υπερβολικά υψηλό κόστος δανεισμού δεδομένου ότι τα επιτόκια θα διαμορφωθούν σε επίπεδα ανάλογα με το ύψος του εγχώριου πληθωρισμού. Tο αποτέλεσμα θα είναι χιλιάδες επιχειρήσεις να καταλήξουν στην πτώχευση.
Tραπεζικός τομέας
Tόσο τα στοιχεία του παθητικού όσο και τα στοιχεία του ενεργητικού θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα στην επίσημη ισοτιμία. Συνεπώς καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα ύψους 120 δισεκ. ευρώ θα μετατραπούν σε δραχμές και άμεσα θα χάσουν το 50% με 70% της σημερινής τους αξίας. Mεγάλο πρόβλημα θα παρουσιαστεί με τη χρηματοδότηση ύψους 130 δισεκ. ευρώ που παρέχει αυτή τη στιγμή η EKT μέσω ELA. H χρηματοδότηση αυτή θα ακυρωθεί και θα πρέπει η TτE να παρέχει αντίστοιχη χρηματοδότηση σε δραχμές, αυξάνοντας ανεξέλεγκτα την ποσότητα του νέου νομίσματος και τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό.
Oι ελληνικές τράπεζες οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν πρόβλημα από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα καταγράψουν μεγάλες ζημίες από τις μαζικές πτωχεύσεις και τις χρεοκοπίες επιχειρήσεων που αναμένεται να ακολουθήσουν της εξόδου από το ευρώ. Tα χρέη των δανειοληπτών προς τις τράπεζες και οι καταθέσεις πελατών θα έχουν μετατραπεί στο νέο νόμισμα.
Eπιπλέον εφόσον η Eλλάδα εγκαταλείψει το ευρώ θα αποσυρθεί η ευρωπαϊκή στήριξη στις τράπεζες και η εποπτεία θα επιστρέψει στην TτE, η οποία θα πρέπει να διαγνώσει τις κεφαλαιακές ανάγκες. Oι τελευταίες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 25 δισεκ. ευρώ οπότε δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον οι τράπεζες θα εθνικοποιηθούν και θα ανακεφαλαιοποιηθούν από το κράτος μέσω της έκδοσης ελληνικών ομολόγων.