«Οι χώρες που θέλουν το ευρώ θα πρέπει να αποδεχθούν το πρόγραμμα της ΟΝΕ, δηλαδή λιτότητα, νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, περιορισμό του δημοσίου, κλπ. Δεν υπάρχει περιθώριο για ριζοσπαστικές αλλαγές εντός της Ευρωζώνης. Η συζήτηση αυτή έκλεισε οριστικά», γράφει, μεταξύ άλλων, στο blog του o βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Λαπαβίτσας.
Αναλυτικά όλη η ανάρτησή του:
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι ούτε ορισμένοι βουλευτές του που αποφεύγουν τις σκληρές αποφάσεις και θέλουν να εμφανίζονται ως πιο αριστεροί από άλλους, ούτε η ύπαρξη ξεχωριστού κόμματος μέσα στο κόμμα. Δεν είναι δηλαδή ζήτημα ούτε ηθικής, ούτε οργάνωσης.
Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική στρατηγική με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και για ένα εξάμηνο διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Το κόμμα χρειάζεται επειγόντως μια νέα στρατηγική, με την οποία θα μπορέσει να πάει τη χώρα μπροστά. Αυτό που κάνει τα πράγματα απείρως δυσκολότερα είναι ότι την ίδια στιγμή η οικονομία και η κοινωνία αποδιοργανώνονται ταχύτατα.
Η μέχρι τώρα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ξεκάθαρη. Πρώτον, διαμορφώνουμε μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ριζοσπαστικής αλλαγής της χώρας με κύριους άξονες την παραγωγική ανασυγκρότηση και την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου. Δεύτερον, διαμορφώνουμε βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα άρσης της λιτότητας και ανακούφισης της κοινωνίας. Τρίτον, διαπραγματευόμαστε σκληρά με τους «εταίρους» την αποδοχή της πολιτικής μας και την απαραίτητη ελάφρυνση του χρέους, παραμένοντας όμως στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και συμβάλλοντας στην προοδευτική της αλλαγή.
Η στρατηγική αυτή θριάμβευσε εκλογικά, μεταμορφώνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς στον κύριο πολιτικό φορέα της χώρας. Δυστυχώς απέτυχε παταγωδώς στη διακυβέρνηση και μας οδηγεί σε τρίτο μνημόνιο. Ο λόγος είναι απλός: η Ευρωζώνη είναι ένας σκληρός μηχανισμός που δεν συμβιβάζεται ούτε με το βραχυπρόθεσμο, ούτε με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι χώρες που θέλουν το ευρώ θα πρέπει να αποδεχθούν το πρόγραμμα της ΟΝΕ, δηλαδή λιτότητα, νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, περιορισμό του δημοσίου, κλπ. Δεν υπάρχει περιθώριο για ριζοσπαστικές αλλαγές εντός της Ευρωζώνης. Η συζήτηση αυτή έκλεισε οριστικά.
Η νέα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ξεκινήσει από αυτή τη διαπίστωση και από το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει. Αφού το βραχυπρόθεσμο και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – που είναι πολύ επιθυμητά από την ελληνική κοινωνία – δεν μπορούν να εφαρμοστούν εντός της ΟΝΕ, η πορεία από εδώ κι εμπρός θα πρέπει να περιλαμβάνει σύγκρουση με την ΟΝΕ, φτάνοντας μέχρι τη δημιουργία νέου εθνικού νομίσματος. Αυτή είναι η πραγματική νέα επιλογή την οποία θα πρέπει να επεξεργασθεί το κόμμα.
Η άλλη επιλογή λέει ότι αποδεχόμαστε το τρίτο μνημόνιο, αλλά το βλέπουμε ως μια κίνηση τακτικής υποχώρησης. Στοχεύουμε στο να απαλύνουμε τις χειρότερες επιπτώσεις του και κερδίζουμε χρόνο για να εφαρμόσουμε ένα άλλο πρόγραμμα μακροπρόθεσμα. Η επιλογή αυτή αντιπροσωπεύει ένα πλήρες αδιέξοδο. Στην ουσία είναι η αποτυχημένη παλιά στρατηγική με τη διαφορά ότι έχει πλέον ανοιχτά αναγορεύσει την παραμονή στην ΟΝΕ σε υπέρτατο στόχο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά πάρει αυτή την πορεία, το αποτέλεσμα θα είναι η πλήρης αποτυχία σε επίπεδο διακυβέρνησης, καθώς και ολοκληρωτική του μετάλλαξη σε μνημονιακό κόμμα. Οι λόγοι είναι απλοί.
Μέσα στο πλαίσιο του νέου μνημονίου είναι αδύνατον να βρεθούν «αντίρροπα» ή «ισοδύναμα» μέτρα που θα απαλύνουν τις τραγικές επιπτώσεις του. Δεν υπάρχουν «άλλες» πηγές φορολογικών εσόδων, οι οποίες να επιτρέψουν την είσπραξη των 3,8 δις ευρώ ετησίως που απαιτεί η συμφωνία. Αναπόφευκτα θα αυξηθεί ο ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και θα ανεβεί η φορολογία για τους μικρομεσαίους και τους αγρότες.
Η φροντίδα για τους φτωχούς και αδύναμους που θα προσφέρει πιο γενναιόδωρα ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στο πλαίσιο της συμφωνίας θα συνιστά απλώς διαχείριση της μόνιμης και δομικής φτώχειας. Η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποδεχθεί έναν τέτοιο ρόλο. Η πραγματική θεραπεία της φτώχειας στην Ελλάδα απαραίτητα θα ξεκινήσει από την απόρριψη των μνημονίων.
Η προοπτική να παταχθεί η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και η διαπλοκή, λειτουργώντας ως αντίβαρο στην υπογραφή του νέου μνημονίου, είναι αμελητέα. Η συμφωνία θα φέρει φορολογική καταιγίδα σε μια κοινωνία που είναι στα όρια της φοροδοτικής της ικανότητας.
Ήδη τα φορολογικά έσοδα του 2015 έχουν καταρρεύσει και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα το επόμενο διάστημα. Στο περιβάλλον αυτό το πιθανότερο είναι ότι θα διογκωθεί και άλλο και η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή. Οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι οι μεγάλοι βαρόνοι της διαπλοκής, οι ειδικοί της μη πληρωμής φόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί είναι και οι μόνοι που πραγματικά πανηγυρίζουν για το νέο μνημόνιο.
Πάνω απ’ όλα όμως, το τρίτο μνημόνιο έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει ακόμη και με τους δικούς του όρους. Η ελληνική οικονομία είναι πλέον σε οριακό σημείο. Η εμπορική πίστη έχει καταρρεύσει, η τραπεζική πίστωση είναι ανύπαρκτη, οι εμπορικές συναλλαγές έχουν παγώσει, ή απαιτούν μετρητά, και η παραγωγή λιμνάζει. Στο βαθιά υφεσιακό αυτό περιβάλλον το νέο μνημόνιο θα επιφέρει και άλλη μείωση της ζήτησης! Πρόκειται για τον απόλυτο οικονομικό παραλογισμό, τον οποίο επιβάλλουν στη χώρα οι δανειστές και προσφέρεται να διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ιδωμένη με ψύχραιμο μάτι, η εικόνα της Ελλάδας τη στιγμή αυτή δείχνει μια χώρα που, με πρωτοβουλία των «εταίρων» της, βρίσκεται ουσιαστικά σε προχωρημένη διαδικασία αποχώρησης από την ΟΝΕ. Το πολιτικό της σύστημα όμως αρνείται να δεχθεί την πραγματικότητα και προσπαθεί απεγνωσμένα να την κρατήσει μέσα στη νομισματική ένωση, όποιο κι αν είναι το κόστος για την κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι ότι σταδιακά δημιουργούνται συνθήκες κοινωνικής ασφυξίας και απειλείται κατάρρευση. Ο Σύριζα, υιοθετώντας την αδιέξοδη στρατηγική της παραμονής στην ΟΝΕ μέσω μνημονίων, κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος αντικείμενο της λαϊκής οργής.
Η μόνη ρεαλιστική στρατηγική για το ΣΥΡΙΖΑ και τη χώρα είναι η υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες προϋποθέτουν την έξοδο από την ΟΝΕ. Η επαναφορά του εθνικού νομίσματος είναι απολύτως εφικτή και θα ανοίξει το δρόμο για την απαραίτητη κοινωνική και εθνική αλλαγή. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ τεχνικό. Χρειάζεται πολιτικό θάρρος και αποφασιστικότητα που μόνο η Αριστερά μπορεί να προσφέρει. Η ευθύνη της απέναντι στην κοινωνία και το έθνος είναι τεράστια.