Τη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές της και το νέο πακέτο μέτρων που πρέπει να «περάσει» από τη Βουλή σχολιάζει σε άρθρο του ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος ο οποίος διερωτάται μεταξύ άλλων πώς η οικονομία θα ανακάμψει όταν η κυβέρνηση δεν πίστευε και δεν πιστεύει τα μέτρα.
«Καλούμαστε αύριο να ψηφίσουμε ως βουλευτές της αντιπολίτευσης τον τρίτο κατά σειρά νόμο για την εφαρμογή και εξειδίκευση της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου 2015. Τους νόμους δηλαδή που συνθέτουν το τρίτο μνημόνιο. Αυτό που συμφώνησε ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση της «πρώτη φορά αριστερά» στην οποία συμπεριλαμβάνονται ως αριστερή εθνικολαϊκιστική συνιστώσα και οι ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου», σημειώνει αρχικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Και τονίζει: «Καλούμαστε να ψηφίσουμε αυτά που διαπραγματεύθηκε, συνομολόγησε και εισάγει στη Βουλή μια κυβέρνηση που εξελέγη πριν επτά μήνες με εντολή την ακύρωση των μνημονίων και την εφαρμογή των υποσχέσεων του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης». Μια κυβέρνηση που διέκοψε στις 25.6 τις διαπραγματεύσεις, άφησε να λήξει στις 30.6, χωρίς παράταση, το προηγούμενο πρόγραμμα, προκήρυξε το δημοψήφισμα, οδήγησε στην τραπεζική αργία και τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), παρότρυνε με ενθουσιασμό στην επιλογή του «όχι» και αμέσως μετά είπε «ναι» σε συμφωνία προδήλως σκληρότερη αυτής που απορρίφθηκε»
Ακόμη σημειώνει: «Καλούμαστε να ψηφίσουμε ένα τρίτο μνημόνιο που κρατάει τη χώρα τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη σε καθεστώς εξάρτησης από τους εταίρους και πιστωτές της προκειμένου να προσπαθήσουμε να ξαναπετύχουμε πρωτογενή πλεονάσματα και θετικό ρυθμό ανάπτυξης, δηλαδή προκειμένου να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε και πάλι τις προϋποθέσεις που υπήρχαν πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου και οδηγούσαν στην προληπτική πιστωτική γραμμή, την ελεγχόμενη σταδιακή επάνοδο στις αγορές, τις πρόσθετες παραμετρικές ελαφρύνσεις στο χρέος που είχαν συμφωνηθεί από το 2012 και συνιστούν περαιτέρω μείωσή του σε πραγματικούς όρους (σε καθαρή παρούσα αξία), πέραν του κουρέματος και της αναδιάρθρωσης του 2012 που συστηματικά προσπάθησε να απαξιώσει ο κ. Τσίπρας»
Και τέλος διερωτάται: «Πώς θα τα πετύχουμε άραγε όλα αυτά με κυβέρνηση που δεν τα πίστευε και δεν τα πιστεύει; Με κυβέρνηση που ακόμη και τώρα εκφράζει κατά βάθος τη λύπη της γιατί δεν μπόρεσε να προετοιμαστεί για το παράλληλο νόμισμα και την επιστροφή στη δραχμή; Με κυβέρνηση που τα προηγούμενη χρόνια θεωρούσε ανέφικτους τους στόχους αυτούς και βλαπτική την παρέμβαση του 2012 στο χρέος; Με κυβέρνηση γεννημένη μέσα στη μήτρα του «αντιμνημονιακού» ψέματος;»